ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΑΓΑΠΗ (2022)
(L'IMMENSITÀ)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εμανουέλε Κριαλέζε
- ΚΑΣΤ: Πενέλοπε Κρουζ, Βιντσέντζο Αμάτο, Λουάνα Τζουλιάνι, Πατρίτσιο Φραντσιόνι, Άλβια Ρεάλε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Συναισθηματική μητέρα προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα του γάμου της, στρέφοντας όλη της την προσοχή στα τρία παιδιά της. Παρ’ όλη την φροντίδα, η μεγάλη της κόρη νιώθει άκρως μπερδεμένη με τη σεξουαλική της ταυτότητα. Το νέο περιβάλλον, στο οποίο έχουν μετακομίσει οικογενειακώς, μεγαλώνει το μπέρδεμά της.
Μάλλον δεν λογίζεσαι ως άξιος λόγου σύγχρονος auteur αν δεν γυρίσεις μια ταινία όπου θα καταπιάνεσαι με έμμεσο ή άμεσο τρόπο με τα παιδικά σου χρόνια. Ο Εμανουέλε Κριαλέζε προσθέτει ακόμα έναν κρίκο στη σχετική αλυσίδα, πηγαίνοντας ταυτόχρονα το όλο θέμα ένα βήμα παραπέρα, αφού επέλεξε να χρησιμοποιήσει την «Απέραντη Αγάπη» του ως όχημα προσωπικού coming out! Σύμφωνα με τις δηλώσεις του κατά την παρουσίαση του φιλμ στο Φεστιβάλ Βενετίας, ο Ιταλός σκηνοθέτης αποκάλυψε πως γεννήθηκε βιολογικά γυναίκα, νιώθοντας όμως παγιδευμένος στο σώμα ενός άνδρα. Μέσω της ταινίας του επιθυμούσε να παρουσιάσει τα συναισθήματα που δημιούργησαν οι σεξουαλικές του αναζητήσεις κατά τα εφηβικά του χρόνια, αλλά και τον αντίκτυπό τους στο οικογενειακό του περιβάλλον, επικεντρώνοντας (κυρίως) στη σχέση του με τη μητέρα του. Κανένα πρόβλημα σε όλα αυτά, αρκεί να έγραφε ένα σενάριο που, εκτός από τον ίδιο, θα αφορούσε και τον θεατή.
Η Ρώμη της δεκαετίας του ’70 μοιάζει με πόλη που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό. Το ζεύγος των Κλάρα και Φελίτσε μετακομίζει σ’ ένα από τα νεόδμητα συγκροτήματα κατοικιών των προαστίων της πρωτεύουσας, αν και κατά βάθος γνωρίζει πως ο γάμος τους έχει ουσιαστικά τελειώσει. Δεν είναι ερωτευμένοι πια, όμως, ούτε διάθεση για διαζύγιο φαίνεται (αρχικά) να υπάρχει. Η αναγκαστική τους συμβίωση δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερες εντάσεις, μάρτυρες των οποίων γίνονται σε καθημερινό επίπεδο τα τρία τους παιδιά. Ως μεγαλύτερη εξ αυτών, η δωδεκάχρονη Αντριάνα αντιλαμβάνεται καλύτερα από τα αδέλφια της την διαμορφωθείσα κατάσταση, την οποία εν τούτοις περιπλέκει ακόμα περισσότερο η ίδια, αρνούμενη την γυναικεία ταυτότητά της κι επιθυμώντας να συστήνεται στον καινούργιο της περίγυρο όχι με το όνομά της, αλλά ως Αντρέα. Η μικρή είναι «παγιδευμένη» στο σώμα της, η δε η μαμά της παγιδευμένη ανάμεσα στις μητρικές της υποχρεώσεις και τη διάθεση φυγής προς την αληθινή ζωή.
Κινούμενος ανάμεσα στο αλμοδοβαρικό ύφος της υπερβολής και της χαρμολύπης, καθώς και στο παρόμοιου προβληματισμού «Tomboy» (2011) της Σελίν Σιαμά, ο Κριαλέζε φαίνεται ανήμπορος να δώσει ταυτότητα στην ίδια την ιστορία της ζωής του. Δίχως ν’ ακολουθεί μια συγκεκριμένη σεναριακή γραμμή, επιλέγει να περιγράψει στιγμιότυπα της ενηλικίωσής του ως αναμνήσεις που τον σημάδεψαν και που του έρχονται σκόρπια στο μυαλό, εν είδει ξεφυλλίσματος κάποιου προσωπικού του album. Οι ανέμελες καλοκαιρινές διακοπές, οι παιδικές σκανταλιές, η «απαγορευμένη» ερωτική έλξη με το κοριτσάκι της δίπλα γειτονιάς, η συχνά κακοποιητική διάθεση του πατέρα απέναντι στην αγαπημένη του μαμά, οι στιγμές ξεγνοιασιάς με τραγούδι και χορό, η πανταχού παρούσα Καθολική Εκκλησία. Ο συνδυασμός περίπλοκης σχέσης μάνας – παιδιού, καθολικισμού, αλλά και παρουσίας της Πενέλοπε Κρουζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο ενισχύουν τις αιτιάσεις περί αλμοδοβαρικών επιρροών, οι οποίες γίνονται ακόμα πιο φανερές στα μουσικοχορευτικά (σε στυλ παιδικών φαντασιώσεων) διαλείμματα. Το νούμερο κατά το οποίο η πιτσιρίκα Λουάνα Τζουλιάνι ανασυστήνει ως άλλη… Αντριάνο Τσελεντάνο, παρέα με την Κρουζ, το περίφημο «Prisencolinensinainciusol» είναι περίπου βλάσφημη και σχεδόν απολαυστική, όταν όμως η περίπου ίδια συνταγή επαναλαμβάνεται με την… Πάτι Πράβο και την Ραφαέλα Καρά, τότε τα χαμόγελα γίνονται συγκαταβατικά.
Η ενδόμυχη επιθυμία αλλαγής φύλου παρουσιάζεται από τον Κριαλέζε ως ανάγκη ύπαρξης αντίπαλης αρρενωπότητας στην ενίοτε βίαιη και μονίμως άπιστη πατρική φιγούρα. Η προστασία της μητέρας της έχει να κάνει με τη φυσική της προσκόλληση σ’ αυτήν (ως Αντριάνα), αλλά και από την ανάγκη τήρησης των καθιερωμένων ρόλων των φύλων (ως Αντρέα). Δεν ξέρω αν το άνωθεν συμπέρασμα μοιάζει με ψυχανάλυση της πλάκας, πλην όμως τόσο απλοϊκά μ’ έκανε να το σκεφτώ ο Κριαλέζε. Ασφαλώς, το ταξίδι της αυτο-ανακάλυψής του στέκει ως βαθιά προσωπικό και πολυεπίπεδο, όμως, ατυχώς, ο ίδιος στερείται της αφηγηματικής ικανότητας να το παρουσιάσει με τρόπο δελεαστικό στους θεατές. Ή δεν τόλμησε να πει πράγματα που θα βάραιναν πολύ δυσάρεστα την ατμόσφαιρα, χαράσσοντας σταθερά πορεία προς τον καθωσπρεπισμό και την εναλλαγή λαϊκού ιταλιάνικου σινεμά και «σοβαρού» φεστιβαλικού προβληματισμού. Κάπως έτσι, ένα μεγάλο πλήθος συναισθημάτων παραμένει σθεναρά ανεξερεύνητο, ως αποτέλεσμα της αποσπασματικής λογικής που διέπει το έργο, και του ensemble καστ που κάνει διαρκώς σκέτα περάσματα δίχως να προσφέρει κάτι. Επιχειρεί να μιλήσει για πολλά από τα άγουρα εφηβικά του χρόνια ο Ιταλός auteur, καταλήγοντας να παρουσιάζει μια εντελώς επιδερμική πτυχή τους. Τάσεις μεγαλομανίας, όπως ο συνάδελφός του Πάολο Σορεντίνο στο αντίστοιχο περσινό του πόνημα, ευτυχώς δεν καταθέτει. Μια γεύση αδιαφορίας, όμως, σίγουρα αφήνει.