ΚΟΚΚΙΝΟ ΝΗΣΙ (2023)
(L’ ÎLE ROUGE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρομπέν Καμπιγιό
- ΚΑΣΤ: Νάντια Τερέζκιεβιτς, Κουίμ Γκουτιέρεθ, Σαρλί Βοζέλ, Σοφί Γκιγεμέν, Αμελί Ρακοτοαριμαλάλα, Νταβίντ Σερερό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Μαδαγασκάρη, 1971. Ένα μικρό αγόρι βιώνει τις τελευταίες μέρες της αποικιοκρατίας, ζώντας με την οικογένειά του στη γαλλική στρατιωτική βάση της χώρας.
Η «ασθένεια» των παιδικών αναμνήσεων των ανά τον κόσμο auteur ξαναχτυπά με τούτο το «Κόκκινο Νησί», πιάνοντας αυτή τη φορά στα δίχτυα της τον Ρομπέν Καμπιγιό του πολυδιαφημισμένου (αλλά κατά τη γνώμη μου μέτριου) «120 Χτύποι το Λεπτό» (2017). Ο Γάλλος σκηνοθέτης συνδυάζει μεν μυθοπλασία με μνήμες από τον καιρό που ζούσε με τους γονείς και τα αδέλφια του στη γαλλική στρατιωτική βάση της Μαδαγασκάρης, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μα υποπίπτει στο σύνηθες λάθος: οι αναμνήσεις του ενδιαφέρουν πρωτίστως τον ίδιο και όχι απαραιτήτως το κοινό. Αν, λοιπόν, σας φαίνεται βαρετή η ιδέα ενός οικογενειακού τραπεζιού, όπου ένα θείος σας διηγείται ιστορίες από τον στρατό, σκεφτείτε την πλήξη που προκύπτει από το ξεδίπλωμα των αναμνήσεων του μικρού παιδιού ενός στρατιωτικού!
Πεπεισμένος πως τα νιάτα του είναι τόσο απίστευτα σε βαθμό ν’ αξίζει να ειπωθούν και στη μεγάλη οθόνη, ο Καμπιγιό κινηματογραφεί για δύο περίπου ώρες τον γοητευτικό πατέρα του, τη στοργική μητέρα του, τα αδέλφια του, τους φίλους του, τις… πέτρες στις οποίες περπάτησε και τη μικρή ξύλινη καμπίνα του όπου διάβαζε πολύ (διότι είχε ήδη μια σπάνια νοημοσύνη για την ηλικία του, μιας και από τα δέκα του ήταν ικανός να κατανοήσει τα ελατήρια της ανθρώπινης ψυχής…), διανθίζοντάς τα με σκηνές που ανασυνθέτουν με παιχνιδιάρικο τρόπο τα αγαπημένα του αποσπάσματα από το comic Fantômette. Ομολογουμένως δεν είναι κακό όλο αυτό, με τη στενή έννοια του όρου. Εν τούτοις, είναι παντελώς αδιάφορο, καθώς άπαξ και δεν σε ενδιαφέρει η νεότητα του Καμπιγιό (σηκώνω πρώτος το χέρι), δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα στην (όποια) μυθοπλαστική πλευρά του στόρι που θα σε κάνει ν’ αλλάξεις γνώμη.
Σε περίπτωση που η ταινία επιθυμεί να μιλήσει για πράγματα που (πέραν του ακραιφνούς βιωματικού) άπτονται της αποικιοκρατίας επί το γενικότερο, τότε η απουσία πολιτικής ματιάς εντυπωσιάζει. Η σταδιακή μετάβαση της χώρας, από τη γαλλοφιλία και την tricolore εξάρτηση μέχρι τον πλήρη απογαλακτισμό από τη «μαμά» Γαλλία εν μέσω διαδηλώσεων εναντίον του πρώτου ανεξάρτητου Προέδρου της χώρας, Φιλιμπέρ Τσιρανάνα (ο οποίος μέχρι ενός σημείου επιθυμούσε τη διατήρηση των αποικιακών δεσμών), παραβλέπεται σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, ώστε όταν ενσκήπτει ως (χαλαρό) γεγονός γύρω το ύστατο κομμάτι του φιλμ να μοιάζει πως ήρθε από άλλη ταινία! Διότι ως τότε αυτό που ο Καμπιγιό στήνει καταστασιακά είναι ένας συνδυασμός κλασικού στόρι ενηλικίωσης με μεγαλεία αποικιοκρατικού παρελθόντος, τα οποία δεν εξετάζονται υπό κάποιο κριτικό βλέμμα, μα περισσότερο αναπολούνται με θλίψη, επειδή… χάθηκαν οριστικά!
Οι ατελείωτες συζητήσεις μεταξύ των συζύγων των στρατιωτικών της βάσης, τα parties και τα οικογενειακά τραπέζια, διακρίνονται για την έντονη νοσταλγία που εκπέμπουν παρά θέτουν το δάχτυλο υπό τον τύπον των ήλων. Ο λόγος για τον οποίο υπήρχε ανάγκη για διατήρηση γαλλικής στρατιωτικής βάσης στη χώρα, δέκα και πλέον χρόνια μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Μαδαγασκάρης, ουδέποτε εξετάζεται, ούτε φυσικά και οι επιπτώσεις της αποικιοκρατίας στον ντόπιο πληθυσμό. Η ξεκάρφωτη «πολιτική αφύπνιση» του τελευταίου εικοσάλεπτου, όταν με τρόπο «μαγικό» οι απόλυτοι πρωταγωνιστές των προηγούμενων ενενήντα και πλέον λεπτών λησμονούνται και οι (ανύπαρκτοι μέχρι τότε) δεύτεροι ρόλοι έρχονται μεμιάς στο προσκήνιο των εξελίξεων, μάλλον υπάρχει για να επιδείξει με πονηρό τρόπο τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής ταυτότητας του μικρού Τομά, παρά για να ορθώσει δριμύ αντιαποικιοκρατικό λόγο. Εκτός, πια, κι αν το φτάσουμε τόσο μακριά σε «ανάλυση», τονίζοντας με περισπούδαστο ύφος πως οι καταπιεστές ανήκουν στο παρελθόν, το δε μέλλον ανήκει στους καταπιεσμένους, οπότε καθαρίζουμε όμορφα κι απλά (#not).