Ο ΑΝΔΡΑΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΘΗΚΕ ΠΟΛΥ (2014)
(L'HOMME QU'ON AIMAIT TROP)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέ Τεσινέ
- ΚΑΣΤ: Κατρίν Ντενέβ, Γκιγιόμ Κανέ, Αντέλ Ενέλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD / ROSEBUD.21
Γαλλική Ριβιέρα, 1976: ο vintage ναός τής τύχης Palais de la Méditerranée και η… τύχη του χωρίζουν εναλλάξ σε κερδισμένους και χαμένους την ισχυρή grande dame του, τον οπορτουνιστή συμβουλάτορά της και την υπερσυναισθηματική θυγατέρα της, η ανεξιχνίαστη έξοδος της οποίας από το παιχνίδι θα βάλει στο ζύγι τις ζωές τους. Σε βάθος δεκαετιών ποιος θα πληρώσει;
Το άλλοθί του τον σώζει τον Τεσινέ. Νέα εγγραφή στο πινάκιο «πραγματικά συμβάντα που απασχόλησαν τη δικαιοσύνη» μετά το απρόβλητο εδώ «La Fille du RER» για τον, si je me trompe pas, πιστότερο συνεργό τής αειθαλέστερης Γαλλίδας Απόλυτης του εκράν, αυτή η αναψηλάφηση μιας πολύκροτης υπόθεσης, βασισμένη μερικώς στα απομνημονεύματα της ενάγουσας Ρενέ Λε Ρου, ανοίγει ξανά για τον δημιουργό τον φάκελο ενός πάθους που γίνεται πάθημα για περισσότερους του φέροντος.
Τα στοιχεία της δικογραφίας: παντρεμένος αλλά σταθερά άπιστος και φιλόδοξος 30άρης δικηγόρος χήρας μεγαλομετόχου καζίνου τής Νίκαιας την καθοδηγεί στην προσπάθειά της να το καταστήσει ξανά κερδοφόρο κόντρα σε πολυϊδιοκτήτη μαφιόζο αντίζηλο. Όταν παρακαμφθεί για τη διεύθυνσή του, πείθει τη διαζευγμένη, σε σχέση μαζί του και πικαρισμένη (παιδιόθεν και, πλέον, για τη δέσμευση της κληρονομιάς της στην επιχείρηση) κόρη της να την «αδειάσουν» υπέρ τού «καρχαρία» για τρία εκατομμύρια σε κοινό λογαριασμό και ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Η εξαφάνιση της ανήμπορης να δεχτεί τη μη αποκλειστικότητα του αγαπημένου της τον κάνει πλούσιο, κάτοικο Παναμά και οικειοθελώς παλιννοστούντα 20+ χρόνια μετά για να καθίσει στο εδώλιο με διώκτρια τη μετανιωμένη γεννήτορα και πενόμενη πια γριά. (Ποιος) θα δικαιωθεί;
Σίγουρα όχι το memoir, αφού έως το δεύτερο μισό, οπότε γίνεται η Ερινύα τού κατηγορούμενου, η ισχυρή κυρία τού στόρι σκιαγραφείται επουσιωδώς, ως το κοκέτικο τελευταίο ανάχωμα της παλιάς τάξης των παιγνίων της Κυανής Ακτής στην εισβολή του οργανωμένου εγκλήματος, και flou psychologique, ως η ισχυρογνώμων μάνα που έσπρωχνε μια ζωή μακριά (πώς; Το ακούμε επανειλημμένα αλλά δεν το βλέπουμε) το θηλυκό της. Η τελευταία, μια φαινομενικά ανεξάρτητη αλλά εύθραυστη σε σημείο υποχειρίου που γαντζώνεται μάταια επάνω σ’ εκείνον ακριβώς που δεν πρέπει, γίνεται η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά τού τριγώνου. Πρώτον, γιατί οι αντιφάσεις της (αθλητική αλλά καταθλιπτική, με σαλονάτη ανατροφή αλλά χύμα λόγο και άρθρωση, βιβλιοπώλισσα αλλά με αγάπη για την Αφρική όπου έζησε χρόνια) την «ντύνουν» (και τη «γδύνουν») σιγά σιγά, απτά μπρος στα μάτια μας. Δεύτερον, γιατί την υποδύεται η Ενέλ που, (μοιάζ)οντας αρχικά μια από κάθε άποψη μη λογική επιλογή για τον ρόλο, υποβάλλεται ριψοκίνδυνα σε τεστ αλήθειας διαρκείας με κριτή τον θεατή – και ακριβώς όταν μας έχει κερδίσει ολοκληρωτικά, ο Τεσινέ τη βγάζει από τη μέση, τρέφοντας με το διακύβευμα του ριζικού της τη λαχτάρα μας να την ξαναδούμε στην οθόνη.
Για την τελευταία σχεδόν μισή ώρα δε θα συμβεί, αφού οδηγούνται σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση και α λα γαλλικά «Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» και το «Μοιραία Σχέση» του Άντριου Τζαρέκι μείον τις αστυνομικού σασπένς και «ανωμαλίας» συνιστώσες τους, με τη γηραιοπροσθετική τού Κανέ να τον εκθέτει (περισσότερο απ’ ό,τι τα sang-froid pas de deux του με την Ανέλ) ρετροκαρικατουρίστικα ως την ποντικομαμή του δράματος. Ο Τεσινέ έχει τζογάρει εξαρχής. Ποντάροντας κόντρα στα ντεσού μικροκόσμου του «Casino» του Σκορσέζε (με τον Ιταλό Ζαν Κορσό να κλέβει σκηνές) και το «Mildred Pierce» (μ’ ένα flashback μπαλέτου να διαγιγνώσκει το «Mommy Dearest» έλλειμμα και σύμπλεγμα της μικρής). Παραπλανώντας το ντετεκτιβικό δαιμόνιο του κοινού (εκπληκτική η σκηνή της ελβετικής τράπεζας, όπου το προδοτικό ζευγάρι καταθέτει τα αργύριά του σε δύο θυρίδες, με εκείνον σε κοινή θέα κι εκείνη όχι). Αφήνοντας ατιμώρητες απ’ το ως συνήθως τσεκουράτο μοντάζ του νατουραλιστικές παρασπονδίες (ένα χορευτικό της Μαύρης Ηπείρου από την Ενέλ) και ανεδαφικές συμπεριφορές (το σιγοντάρισμα της Ντενέβ στο «Pregherò» του Τσελεντάνο στο αμάξι, αμέσως μετά την επιχειρηματική εξολόθρευσή της).
Και προφιλάροντας διφορούμενα ως ύποπτο έναν ανίκανο να δεθεί αριβίστα με φόβο για τη φτώχεια (προσέξτε τη σεκάνς των σκουπιδιάρηδων) που διαβάζει Ζιντ στην παραλία όπου δεν κολυμπάει μαζί με τη φιλενάδα του. Αυτός είναι «Ο Άνδρας που Αγαπήθηκε Πολύ»; Τεκμήριο (αθωότητας) αδιάσειστο δεν έχει. Αλλά αυτό το απρόβλεπτο γύρισμα της μπίλιας στη ρουλέτα της αφήγησης, αντικαθρέφτισμα (στις επιχρυσωμένες επιφάνειες των playrooms της Κρουαζέτ πριν το νέο, βρώμικο χρήμα) του case που δεν διαλευκαίνεται εδώ είναι που ίσως σε καψουρέψει πιο πολύ με αυτό το faites vos jeux. Είπαμε, άλλοθι. Ο auteur (ή) το ‘χει (ή όχι)…