ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΓΑΜΟΙ (2017)
(L'ÉCHANGE DES PRINCESSES)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρκ Ντουγκέν
- ΚΑΣΤ: Λαμπέρ Γουίλσον, Αναμαρία Βαρτολομέι, Ολιβιέ Γκουρμέ, Κατρίν Μουσέ, Κέισι Μοτέ Κλάιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Βασιλικά σκάνδαλα, παιχνίδια διαδοχής και γάμοι συμφέροντος με φόντο τα βασίλεια της Γαλλίας και της Ισπανίας του 18ου αιώνα, σε ένα φιλμ που πιο εύκολα θα έβλεπες υπό τη μορφή mini τηλεοπτικής σειράς.
Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Σαντάλ Τομά (η οποία εκτελεί και χρέη συν-σεναριογράφου), η ταινία του Μαρκ Ντουγκέν πραγματεύεται ένα άγνωστο περιστατικό της βασιλικής Ιστορίας (σίγουρα όχι το μοναδικό) που εδώ μεταφέρεται κάπως επιφανειακά στη μεγάλη οθόνη, χωρίς μάλιστα ποτέ να καθίσταται ιδιαίτερα ενδιαφέρον εξαιτίας της προσήλωσης του δημιουργού στην αναπαράσταση της εποχής, μια επιλογή που τις περισσότερες φορές μοιάζει να αποπροσανατολίζει από τη δράση των χαρακτήρων, εκεί δηλαδή όπου ουσιαστικά παίζεται και όλο το «ιστορικό» παιχνίδι.
Εν έτει 1721 και μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο που γονάτισε οικονομικά τις δύο χώρες αφήνοντας πίσω του εκατόμβες νεκρών, η Γαλλία και η Ισπανία θα αποφασίσουν από κοινού να δώσουν μια και καλή τέλος στις εχθροπραξίες, παντρεύοντας τους ανήλικους διαδόχους των θρόνων τους, επισφραγίζοντας έτσι την πολύτιμη, νεοαποκτηθείσα ειρήνη. Φαινομενικά τα πράγματα είναι πολύ απλά: ο εντεκάχρονος Λουδοβίκος ΙΕ’, μελλοντικός Βασιλιάς της Γαλλίας, προξενεύεται με την τετράχρονη πριγκίπισσα της Ισπανίας, ενώ ο διάδοχος του ισπανικού θρόνου, ο δεκατετράχρονος πρίγκιπας της Αστούριας, προορίζεται για σύζυγος της δωδεκάχρονης Δεσποσύνης του Μονπανσιέ, κόρης του Αντιβασιλέα της Γαλλίας. Με τους γόνους των βασιλικών οικογενειών να μετατρέπονται σε πιόνια ενός αέναου παιχνιδιού εξουσίας και δύναμης των μεγάλων, σύντομα τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ορίζουν τα επιμελώς μελετημένα σχέδια των γονιών και των συμβούλων τους, οι οποίοι μοιάζουν να ξεχνούν το βασικότερο όλων: τα παιδιά είναι εκ φύσεως απρόβλεπτα.
Ομολογουμένως ιντριγκαδόρικη η υπόθεση του φιλμ, που όμως μετατρέπεται σε πολυτελές… snooze fest πολύ πιο γρήγορα από ό,τι ενδεχομένως θα ήλπιζε κανείς, με τις βασιλικές δολοπλοκίες και μηχανορραφίες να δίνουν τη θέση τους στα ασταμάτητα πηγαινέλα των νεαρών πριγκιπισσών που καταλήγουν να αλλάζουν κάστρα πιο γρήγορα κι από θανατικό πανώλης. Παρά την όποια απόπειρα να επιστήσουν την προσοχή στη δράση / αντίδραση των νεότερων πρωταγωνιστών, οι Ντουγκέν και Τομά δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά στην προσαρμογή ενός σεναρίου που καταλήγει να προβάλλει περισσότερο το στρατηγικό πλανάρισμα των μικρομέγαλων διαδόχων, αφήνοντας έτσι ελάχιστο χώρο στην ίδια την κατανόηση της ψυχοσύνθεσης, τα κίνητρα και τις σκέψεις αυτών των παιδιών που εξαναγκάζονται σε αποφάσεις και συμπεριφορές μεγάλων, έχοντας ως μπούσουλα το «Εγχειρίδιο Διαπαιδαγώγησης Μελλοντικών Βασιλέων, 18ος αιώνας, Τόμος Α’». Από την άλλη πλευρά γίνεται εμφανές πως η παρουσία των ενηλίκων εδώ είναι ως επί το πλείστoν σχηματική, μια χούφτα «γελωτοποιών» που αποδεικνύονται διαρκώς κατώτεροι των προσδοκιών, ανίκανοι να προστατεύσουν τα τέκνα τους, αλλά και τον λαό τους από το εγωκεντρικό αιματοκύλισμα του… ποιος την έχει μεγαλύτερη (την επιρροή).
Αυτή η «διακοσμητική» παρουσία των ενηλίκων πετυχαίνει σε έναν βαθμό την ανάδειξη της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκονται τα παιδιά, που (εξ)αναγκάζονται να επιφορτιστούν με ρόλους οι οποίοι απέχουν παρασάγγας από την ηλικία τους, παρ’ όλα αυτά η διαρκής διακωμώδηση των μεγαλύτερων μέσω της χρήσης πομπώδους πρόζας και υπερβολικά «στημένου» παιξίματος επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, με το φιλμ να παραπέμπει σε κακέκτυπο ταινίας εποχής που δεν σώζεται ούτε από τον άρτιο σχεδιασμό παραγωγής, ούτε και από το καστ (που αναμενόμενα εδώ δύσκολα θα κάνει γκελ, εξαιτίας της απουσίας ενός ηχηρού πρωταγωνιστικού ονόματος). Γίνεται εμφανές πως η μικρή τηλεοπτική καριέρα του Ντουγκέν δεν του επιτρέπει μια «καθαρή» κινηματογραφική σκηνοθετική προσέγγιση, με τους «Βασιλικούς Γάμους» να παραπέμπουν περισσότερο σε τηλεταινία παρά σε μια σινεματική εμπειρία για τους λάτρεις του είδους, μερίδα των οποίων ίσως βρει δελεαστικό το θέμα ή γοητευτική την ατμόσφαιρα, ακόμη και αν τελικά το βασιλικό προξενιό δεν εγγυάται σε κανέναν… βίον ανθόσπαρτον.