TUFTLAND (2018)
(KYRSYÄ)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόοπε Ολένιους
- ΚΑΣΤ: Βέερα Β. Βίλο, Σάαρα Έλινα, Μίικα Τζ. Άντιλα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMBOY PICTURES
Η Ιρίνα έχει χωρίσει, βαριέται τις σπουδές της και το πορτοφόλι της αδειάζει. Αποφασίζει να δεχτεί μια καλοκαιρινή δουλειά σε βουκολικό περιβάλλον, αλλά φτάνει σε ένα απομονωμένο μέρος, στο οποίο ζει μια πολύ παράξενη ομάδα ανθρώπων.
Με μπέρδεψε πολύ το «Tuftland». Δεν ήξερα πώς να το κατηγοριοποιήσω. Για ταινία τρόμου, όπως πλασάρεται, δεν είναι. Κωμωδία ή σάτιρα, πάλι, δεν είναι. Αν θέλεις να το πεις κάτι (σε genre), τοποθετείται πιο κοντά στο δραματικό θρίλερ, αν και στα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι πολύ αδύναμο, επίσης. Στην πραγματικότητα, τα κωμικά του στοιχεία είναι αθέλητα και προκύπτουν από τον άτεχνο και στερεοτυπικό χειρισμό της ιστορίας.
Το καλοκαίρι δεν κάθεται καλά στην Ιρίνα. Χωρίζει με τον γκόμενό της. Την απορρίπτουν από μια δουλειά που ήθελε να κάνει. Τσακώνεται με τον καθηγητή της στη σχολή όπου σπουδάζει κλωστοϋφαντουργία. Μένει άφραγκη και δεν έχει πώς να πληρώσει το νοίκι της για τους επόμενους μήνες. Γενικώς, τα πράγματα δεν της πάνε καλά και έχει πολλά νεύρα. Αφού έχουν συμβεί όλα αυτά, θα βρει κάτω από την πόρτα της – και ενώ ήδη την παρακολουθεί ένας παράξενος (στα όρια του γελοίου) τύπος – μια επιστολή που την καλεί να δουλέψει για το καλοκαίρι σε μια επαρχιακή μονάδα κλωστοϋφαντουργίας.
Θεωρώντας ότι είναι η ευκαιρία που περίμενε για να περάσει ένα καλοκαίρι πρακτικής εξάσκησης μακριά από όσα την εκνευρίζουν και να βγάλει και μερικά χρήματα, αποφασίζει να δεχτεί. Χωρίς να κάνει καμία απολύτως έρευνα για το τι είναι το μέρος στο οποίο πηγαίνει ή ποιοι το έχουν (please!), μπαίνει σε ένα λεωφορείο – αρχαιολογία, όπου είναι η μοναδική επιβάτις, μαζί με εκείνον τον παράξενο τύπο (ξανά please!) και φτάνει στη μέση του πουθενά, με τον παράξενο τύπο να της λέει ότι πρέπει να περπατήσουν δέκα χιλιόμετρα μέσα στο δάσος για να φτάσουν στον προορισμό τους (ε μα, please, είπαμε!).
Με τα πολλά, θα φτάσουν στην Κίρσια, που δεν είναι καν χωριό. Είναι ένα μικρό συγκρότημα με κτίσματα και καλύβες, όπου την υποδέχεται μια ομάδα ιδιόρρυθμων ανθρώπων που δεν ξέρεις αν πρέπει να τους χαρακτηρίσεις καλοπροαίρετους ή αγροίκους. Αμέσως φαίνεται ότι τα πράγματα λειτουργούν πολύ διαφορετικά στην Κίρσια. Η Ιρίνα περιμένει ότι θα ασχοληθούν με νήματα, πλυσίματα και, τέλος πάντων, με κάτι που να έχει να κάνει με τη σχετική παραγωγή. Αντίθετα, τρώνε σούπες, μαζεύουν μανιτάρια, κόβουν ξύλα και διάφορα τέτοια, αναπτύσσοντας στο ενδιάμεσο θεωρίες για το ποια είναι η θέση της γυναίκας: να μαγειρεύει και να κάνει παιδιά, ενώ οι άνδρες κυνηγούν. Όλα αυτά λέγονται με το μάτι… λίγο θολωμένο. Το μάτι της Ιρίνα γυρίζει καθώς τα ακούει, αλλά περιμένει πότε θα αρχίσει η παραγωγή για να μάθει και κάτι.
Όταν έρθει η ώρα, θα ουρλιάξει, αφού η περίφημη παραγωγή είναι ότι μαζεύονται όλοι μαζί και φτιάχνουν… pon pon (ορκίζομαι, δεν κάνω πλάκα). Έχουν προηγηθεί κάτι εφιάλτες και ταυτόχρονα εμφανίζονται πλάσματα μεταξύ ανθρώπων και θηρίων, έτσι η Ιρίνα θα αποφασίσει να φύγει, αλλά η ταλαιπωρία της δεν θα τελειώσει έτσι απλά. Πέρα από τα κενά της ιστορίας, τα κλισέ που μαζεύονται (ειδικά στο πρώτο μέρος) και τις ιδιόρρυθμες, σχεδόν κωμικές ερμηνείες, το βασικό πρόβλημα της ταινίας είναι ότι (θα) ήθελε κάτι να πει, κάπου να καταλήξει, αλλά δεν το καταφέρνει ποτέ και σε κανένα σημείο.