ΚΡΕΑΣ (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Νάκος
- ΚΑΣΤ: Ακύλλας Καραζήσης, Κώστας Νικούλι, Παύλος Ιορδανόπουλος, Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Συμεωνίδης, Ναταλία Σουίφτ, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Γιάννης Αναστασάκης, Παντελής Δεντάκης, Κώστας Φιλίππογλου, Αντώνης Ιορδάνου, Άννα Καλαϊτζίδου, Φαίδων Καχτίτσης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Συγχωριανός του Τάκη, που είναι έξω με αναστολή, τον κατηγορεί για καταπάτηση της γης του πατέρα του. Πάνω σε απόπειρα εκφοβισμού, ο γιος του Τάκη τον πυροβολεί με καραμπίνα και τον σκοτώνει. Μάρτυρας του φονικού, ο Χρήστος, το εξ Αλβανίας «παιδί για όλες τις δουλειές» της οικογένειας, βοηθά τον Παύλο να ξεφορτωθεί το πτώμα, δίχως να φαντάζεται πόσο έχει μπλέξει.
Ως τόπος φιλμικής δράσης, η ελληνική επαρχία φαίνεται πως παράγει μονάχα… βία και έγκλημα. Ή (και) άλυτα γονικά προβλήματα, ενίοτε. Μετά το φιάσκο της «Αγέλης Προβάτων» (2022), που τουλάχιστον επιχείρησε να λειτουργήσει (κάπως) σαν περιπέτεια, το «Κρέας», ντεμπούτο μυθοπλασίας μεγάλου μήκους για τον Δημήτρη Νάκο, έρχεται να κάνει… «κακή» παρέα στο προαναφερθέν φιλμ, βασανισμένο από άπειρα ατοπήματα, σεναριακά και σκηνοθετικά (αμφότερα με την υπογραφή του ίδιου του «δημιουργού»), προσπαθώντας να καλύψει μια δομή αφήγησης ιστορίας που λες και βγήκε από… τις τηλεοπτικές «Οικογενειακές Ιστορίες»!
Το στερεοτυπικό της πλοκής καγχάζει κυριολεκτικά μπροστά σε μια διάθεση τύπου «ανοιχτό σενάριο διαβάζεις», με το έγκλημα να «κουκουλώνεται» ενδοοικογενειακά και… τον Αλβανό να την «πληρώνει» ως το άτομο που κανένας από το χωριό δεν πρόκειται να πιστέψει, στην περίπτωση που (ορθώς και αληθώς) πάει να καταδώσει τον Παύλο στην Αστυνομία, δίπλα σ’ έναν Τάκη ο οποίος «λαδώνει» τους πάντες (παλιά του συνήθεια, ούτως ή άλλως) άπαξ και γνωρίζουν κάτι για την υπόθεση. Ατυχέστατα, οι χαρακτήρες / συγχωριανοί είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού και εμφανίζονται αραιά (κι αχρείαστα σχεδόν!) κατά τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς να συμβάλουν σε κάτι ουσιαστικό στη δραματουργία (εξαίρεση αποτελεί η κοπέλα του Χρήστου, με τη Ναταλία Σουίφτ να κλέβει – όπως συνήθως – την παράσταση, ειδικά στη σεκάνς του τελευταίου τσακωμού με τον Κώστα Νικούλι).
Όσο αφελή ή άστοχα κι αν είναι τα σεναριακά ελαττώματα στο φιλμ του Νάκου (σύνηθες πρόβλημα η γραφή στο σημερινό ελληνικό σινεμά, ας μην του το «φορτώσουμε» στην πλάτη με το «καλημέρα σας»…), υπάρχουν κάποια σοβαρά σκηνοθετικά παραπτώματα που σαφώς χρεώνεται, δίχως το «άλλοθι» του πρωτάρη διότι πρόκειται για προσωπικές (του) επιλογές. Πρωτίστως, το συνεχές και αδιάκοπο ταρακούνημα της κάμερας, το οποίο αντί να προτείνει ύφος ή να προσδίδει μια κάποια αμεσότητα στα τεκταινόμενα, προκαλεί εκνευρισμό και κυριολεκτικά καταστρέφει όλο το έργο! Εκτός του ότι τούτο το «trick» έχει παλιώσει… εδώ και δεκαετίες, στον βαθμό που υφίσταται στο «Κρέας», περισσότερο με σύμπτωμα… Parkinson μοιάζει παρά με «άποψη». Δευτερευόντως, χωρίς να αποτελούν λάθος του casting, η καθοδήγηση του Νάκου στα δύο αγόρια / πρωταγωνιστές χαντακώνει τις παρουσίες τους. Ο Παύλος Ιορδανόπουλος (Παύλος) μετατρέπεται σταδιακά σε μια λανθάνουσα εκδοχή ενός «problem child» που χρήζει… ιατρικής παρακολούθησης (!), ενώ ο Κώστας Νικούλι, όσο ο κλοιός γύρω του στενεύει, βγάζει ένα τόσο εκφραστικά μαρτυριάρικο «κάρφωμα» που θα δικαιολογούσε ακόμη και την άμεση σύλληψη! Κρίμα, γιατί είναι ορατό πως εκεί οδηγήθηκαν σκηνοθετικά και ουχί εξαιτίας κάποιας υποκριτικής τους ανικανότητας. (Θα ήθελα να σχολιάσω και την επίδειξη του… ηχητικού «montage» σε μια σκηνή στο χασάπικο του Τάκη, αλλά πραγματικά δεν αξίζει να γίνω πιο κακός.)
Κι ύστερα από όλα αυτά, ένα… μη φινάλε (αλίμονο!) αποτελειώνει κάθε καλή διάθεση που θα μπορούσε να έχει ένας (υποψήφιος) θεατής, επιλογή η οποία παγιώνεται εσχάτως στις παραγωγές ελληνικών ταινιών με… φεστιβαλικές βλέψεις. Κοινώς, ακόμα μία ταινία που δεν έχει θέση στο εμπορικό κύκλωμα διανομής και σε αίθουσες όπου κανονικοί άνθρωποι επιδιώκουν να παρακολουθήσουν ένα κανονικό έργο μυθοπλασίας. Χωρίς καν να έχει να προτείνει κάτι το καλλιτεχνικό, το «arty»…