ΑΓΑΠΗ ΜΟΝΟ (2024)
(KJÆRLIGHET)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ
- ΚΑΣΤ: Άντρεα Μπριν Χόβιγκ, Τάγιο Τσιταντέλα Γιάκομπσεν, Τόμας Γκούλεσταντ, Λαρς Γιάκομπ Χολμ, Μάρτε Ενγκεμπρίγκτσεν, Μόρτεν Σβάρτβαϊτ, Μαριάν Σάασταντ Ότεσεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Παντρεμένοι, χωρισμένοι, gay και straight, αναζητούν την αγάπη (μόνο) στο σύγχρονο Όσλο. Ή μήπως… μόνο το σεξ;
Η ταινία του Νορβηγού σκηνοθέτη Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ, με την οποία ολοκληρώνει την τριλογία του (Sex / Drømmer / Kjærlighet), δεν έχει (ως προς το ύφος της) καμία διαφορά με την πρώτη εκ των τριών, η οποία διανεμήθηκε στη χώρα μας πέρσι τέτοιο καιρό. Το ολοκληρωτικά «φεστιβαλικό» ύφος που χαρακτήριζε εκείνη (αδιαφορώντας για την ύπαρξη ουσιαστικής αφήγησης) δηλώνει εκ νέου το παρών, υποβαθμίζοντας τους (ενίοτε) ιδιαιτέρως ζουμερούς διαλόγους της. Ο διάλογος, άλλωστε, στέκει ως το βασικότατο χαρακτηριστικό του «Αγάπη Μόνο», καθώς η ανάλυση περί των αισθηματικών ζητημάτων είναι το μοναδικό αντικείμενο που προβληματίζει τους ήρωες του φιλμ. Επί δύο ώρες όλοι τους συνομιλούν για αυτού τους είδους τα… βάσανα, με το παράδοξο να είναι πως αν και την αγάπη (σύμφωνα με τον τίτλο) γυρεύουν, βασικά το σεξ έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Υπό αυτή την έννοια, ειλικρινά, η ταινία θα μπορούσε να λέγεται… «Sex: Part 2».
Οι δύο κύριοι χαρακτήρες του φιλμ είναι η Μαριάν, η οποία είναι ουρολόγος σε ογκολογική πτέρυγα νοσοκομείου, και ο Tορ, ο οποίος είναι νοσηλευτής στο ίδιο ίδρυμα. Στο ξεκίνημα βλέπουμε τη Μαριάν να εξηγεί σ’ έναν ασθενή της ότι έχει καρκίνο, αλλά ο Τορ νιώθει ότι εκείνος δεν κατάλαβε επακριβώς αυτό που η γιατρός του είπε. Αποδεικνύεται ότι έχει δίκιο (και αυτή δεν θα είναι η τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό). Ένα βράδυ, λίγες μέρες έπειτα, οι δυο τους συναντιούνται στο ferry που ο Τορ παίρνει καθημερινά για να πηγαινοέρχεται από το σπίτι στη δουλειά, με την επιπλέον παραδοχή πως χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς αναζητώντας άνδρες (μέσω της εφαρμογής Grindr) για γρήγορο σεξ. Η Μαριάν τον ακούει με προσοχή, διερωτώμενη αν μπορεί (ίσως) να βρει γιατρικό στη μοναξιά της κατά τον ίδιο τρόπο, «επενδύοντας» (μέσω του Tinder εκείνη) στα one night stand. Για αγάπη… ούτε λόγος να γίνεται! Πόσω μάλλον όταν η κολλητή της φίλη προσπαθεί να οργανώσει ένα φεστιβάλ υπό την αιγίδα της δημοτικής αρχής του Όσλο με θέμα… τους ανοιχτούς σεξουαλικούς ορίζοντες, γεγονός το οποίο (κατά τα λεχθέντα της ίδιας της εμπνεύστριας) συναντά ισχυρές αντιδράσεις στους κύκλους των συναδέλφων της.
Μια προσπάθεια γίνεται ώστε οι παράλληλες, λανθάνουσες σεξουαλικές περιπέτειες των δύο πρωταγωνιστών του φιλμ να πάρουν συνεκτική μορφή, εν τούτοις, αυτό δεν αρκεί για να κρύψει «κάτω από το χαλί» του ατελείωτου μπλα-μπλα την απουσία δραματουργίας. Όσο κι αν η ποιότητα ή και η ειλικρίνεια των διαλόγων διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, ανοίγοντας παράθυρα σκέψεων και προβληματισμού (ξεχωρίζω την περί γάμου και την περί dating app ανάλυση), το «Αγάπη Μόνο» δεν παύει να καταπιάνεται (μ’ έναν κατά τι ελιτίστικο τρόπο) με τα προβλήματα (;) προνομιούχων ανθρώπων, τα οποία μοιάζουν εν πολλοίς ασήμαντα ώστε να δικαιολογήσουν δύο γεμάτες ώρες πλήρους διερεύνησής των. Η επί της ουσίας ταύτιση της αγάπης με το σεξ απορρίπτει την οποιαδήποτε άλλη διαφορετική προσέγγιση της έννοιάς της, κάνοντας την όλη σύλληψη να μοιάζει αν όχι υποκριτική τουλάχιστον άστοχη (ειδικά σε κάποια παρακλάδια της πλοκής). Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην ολοφάνερα ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε χωρισμένο άνδρα (στον οποίο η Μαριάν δεν θα έλεγε όχι για μία ξεπέτα) και την πρώην σύζυγό του, η οποία κάπου στο βάθος εμπεριέχει ένα παράξενο, μονόπλευρο είδος αγάπης, το οποίο ουδόλως αφορά το στόρι.
Η ηλιόλουστη, καλοκαιρινή διάθεση του αυγουστιάτικου Όσλο προσδίδει στο εγχείρημα μία φαινομενικά ανάλαφρη υφή, η οποία συχνά πυκνά υπογραμμίζεται από τα αρκετά καρτ-ποσταλικά πλάνα της νορβηγικής πρωτεύουσας. Το ανάλαφρο του όλου πράγματος, εν τούτοις, μοιάζει να θέτει μία αόρατη δικλείδα ασφαλείας που κάνει τους πάντες ικανότατους στο λέγειν, πλην όμως ανίκανους στο πράττειν. Οι στοχασμοί περί ηθικής, στερεοτύπων, προσδοκιών και σεξουαλικής ικανοποίησης παραμένουν σε επίπεδα «παρεΐστικης» κουβέντας, αδυνατώντας ν’ ανατρέψουν το προδιαγεγραμμένο μοτίβο. Οι δε επιπτώσεις (σε κοινωνικό και συναισθηματικό επίπεδο) των όσων λέγονται μένουν (κλασικά) στον αέρα. Διότι στο art-house η «Αγάπη»… δεν έχει τέλος.
