KILLERWOOD (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Σατιρικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χρήστος Μασσαλάς
- ΚΑΣΤ: Βαγγέλης Δαούσης, Έλσα Λεκάκου, Τζόυς Ευείδη, Φοίβος Παπαδόπουλος, Μιχάλης Πητίδης, Εύα Κουμαριανού, Ράφαελ Πάπαντ, Νίκος Αρβανίτης, Αφροδίτη Κατερινοπούλου, Γιάννης Παπαδόπουλος, Πηνελόπη Βαλτή, Γιώργος Κατσούλας, Γκαμπριέλ Γιαρέντ, Ρούλα Πατεράκη
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένας νεαρός σκηνοθέτης ετοιμάζεται να γυρίσει την επόμενη ταινία του, ένα θρίλερ μυστηρίου για έναν serial killer που δρα στην Αθήνα του σήμερα. Η παραγωγή βάζει μπρος, όμως, μια σειρά από απειλητικά μηνύματα κάνει το έγκλημα να φλερτάρει και με την πραγματικότητα.
«Δεν διαβάζω κριτικές», λέει στο ξεκίνημα του «Killerwood» ο σκηνοθέτης / ήρωας του φιλμ. Είναι κάτι που κάνουν οι περισσότεροι συνάδελφοι του Χρήστου Μασσαλά. Και είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Αν υπάρχει κάτι που δεν κάνουν (ιδιαίτερα έως… καθόλου) οι Έλληνες σκηνοθέτες είναι… να βλέπουν ταινίες! Από την άλλη, θεωρώ πως ο Μασσαλάς δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. (Για μένα) αυτό φαίνεται από το σινεμά που κάνει. Υπάρχει κατανόηση και σεβασμός προς τα φιλμικά genres, υπάρχει τόλμη και διάθεση για ψάξιμο, υπάρχει ακόμη και χιούμορ. Εδώ, ας πούμε, έχουμε να κάνουμε με ένα mockumentary (!) παρασκηνίων γυρισμάτων ταινίας fiction που ανήκει σε είδος το οποίο δεν αγγίζει κανένας… φεστιβαλάκιας (και όχι μόνο). Που βγάζει γλώσσα (κι από πάνω) στο ντόπιο «Χόλιγουντ» και το «σκοτώνει» με κυνισμό που σίγουρα δεν θα αρέσει σε πολλούς από δαύτους (του συναφιού…). Επίσης είμαι βέβαιος γι’ αυτό.
Ενδεχομένως με τις ανάλογου αφηγηματικού στυλ σατιρικές ταινίες του Κρίστοφερ Γκεστ για οδηγό, ο Μασσαλάς κάνει πρωτίστως ένα inside joke της κινηματογραφικής παραγωγής της χώρας μας (διόλου τυχαία η επιλογή του… θηλυκού γένους εδώ!), γελοιοποιώντας το καταστασιακό της φτώχειας που μας μαστίζει, με αφετηρία τα χρήματα και φτάνοντας έως το ταλέντο (αμφότερα απόντα συνήθως), ρισκάροντας με συγκεκριμένες ή και ονομαστικές αναφορές οι οποίες ανά στιγμές είναι πραγματικά ξεκαρδιστικές (η πρώτη συνάντηση σκηνοθέτη και πρωταγωνίστριας με την Ρούλα Πατεράκη αποτελεί απόλυτη σκηνή ανθολογίας). Από την εποχή του «Άρπα Colla» (1982) του Νίκου Περάκη είχαμε να δούμε κάτι τόσο δεικτικό και αστεία λειτουργικό σε σχέση με την κριτική των ελληνικών φιλμικών στερεότυπων!
Κι ενώ η φόρμα θυμίζει γυρίσματα για «making of», ο Μασσαλάς επιχειρεί να χειριστεί ταυτόχρονα την ταινία μέσα στην ταινία, αλλά και μία υποπλοκή μυστηρίου που αφορά σε πραγματική απειλή κατά των συντελεστών του in production φιλμ (τύπου «η ζωή αντιγράφει την Τέχνη»). Στοιχεία που (φοβούμαι πως) δεν είναι τόσο πετυχημένα, αλλά και απομακρύνονται από το concept του mockumentary, καταλήγοντας να δίνουν την εντύπωση πως ο θεατής παρακολουθεί… τρεις διαφορετικές ταινίες! Η αλλαγή του τόνου στο τελευταίο μέρος του «Killerwood» είναι μοιραία (και εις βάρος του έργου). Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, σίγουρα αντέχει να χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που μας πρόσφερε το ελληνικό σινεμά τα τελευταία χρόνια, ένα δείγμα αναπολογητικού γλεντιού της δήθεν καλλιτεχνικής μεγαλοσύνης μας στα κινηματογραφικά πράγματα, που αν παρέμενε πιστό σε αυτό που υπόσχεται (και δείχνει) από την αρχή, θα μιλούσαμε για επικής (και διαχρονικής) σημασίας τρολάρισμα.