Ο ΠΕΙΡΑΤΗΣ ΜΑΥΡΟΔΟΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΚΟΜΙΣΣΑ ΤΟΥ ΓΚΡΕΛ (2025)
(KAPTEIN SABELTANN OG GREVINNEN AV GRAL)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άρε Άουστνες, Γιαπράκ Μοράλι, Ράσμους Α. Σίβερτσεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 77'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η μοχθηρή κόμισσα Σιμπίλα υφαίνει πανούργο σχέδιο παγίδευσης του Πειρατή Μαυροδόντη, με απώτερο στόχο την κυριαρχία στις επτά θάλασσες. Γενναίο κοριτσάκι, χαζοβιόλης μάγειρας και ένας… δράκος κινούν για να τον σώσουν.
Από τότε που ως πιτσιρικάς είχα δει ένα μεσημέρι Κυριακής στην ΕΡΤ τον Μπερτ Λάνκαστερ να κάνει απίθανα κόλπα σε θάλασσες και στεριές υποδυόμενος τον «Κόκκινο Κουρσάρο» (1952), αγάπησα τις πειρατικές ιστορίες. Αν τώρα η πρώτη μου (φανταστική) επαφή με το είδος ήταν (το φαινομενικά πιο κατάλληλο λόγω animation) «Ο Πειρατής Μαυροδόντης και η Κόμισσα του Γκρελ», είμαι απολύτως σίγουρος πως το γούστο μου θα είχε διαμορφωθεί με έναν… εντελώς αντίθετο τρόπο!
Συνδυάζοντας μία (ας πούμε) τυπική πειρατική περιπέτεια με κόλπα μαγικά που έχουν βγει κατευθείαν μέσα από το «Game of Thrones», η τριπλέτα (!) σκηνοθετών και γραφιάδων φτιάχνει ένα ανοσιούργημα παιδικής ψυχαγωγίας. Ο αχταρμάς της πλοκής συστήνει μία κακιασμένη κόμισσα, η οποία μένει σ’ έναν σκιαχτικό πύργο σε έρημο νησί, αναζητώντας τρόπους να εκδικηθεί τον Πειρατή Μαυροδόντη, καθώς επιθυμεί διακαώς να βάλει χέρι σε πολύτιμο μαγικό σπαθί. Για να το πετύχει, απάγει μικρό αγοράκι που ο Κάπτεν έχει στο πλήρωμά του, στοχεύοντας να τον προσελκύσει στον κάστρο της, όντας βέβαιη πως αυτός θα κινηθεί για να το σώσει και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τον κατατροπώσει. Το μαγικό φίλτρο που έχει στη διάθεσή της και το οποίο υπνωτίζει όσους το πιούν (το συγκεκριμένο trick μου θύμισε ελαφρώς τις «Τρελές Σφαίρες», αλλά… καμία σχέση!), στέκει ως το πλέον ανίκητο υπερόπλο της. Μαζί, ασφαλώς, με τον φοβερό και τρομερό της δράκο, τον οποίο χαϊδευτικά αποκαλεί «σκουληκάκι» (γελάσαμε).
Τι κι αν πέρασαν έξι χρόνια από το «Ο Πειρατής Μαυροδόντης και το Μαύρο Διαμάντι» (2019), εκ του αποτελέσματος προκύπτει πως η λέξη «βελτίωση» παραμένει… άγνωστος τόπος στα λεξικά των Νορβηγών παραγωγών του franchise. Το σχέδιο στέκει ως χαρακτηριστικά ανεπαρκές, τα χαζοχαρούμενα τραγούδια που κυριαρχούν κατά το πρώτο (τουλάχιστον) μέρος δημιουργούν αίσθημα απελπισίας, ενώ από χιούμορ… ούτε λόγος να γίνεται. Ως προς το τελευταίο, ας αναφέρω μόνο πως το αδιαπραγμάτευτο comic relief της ταινίας είναι ο ηλίθιος μάγειρας του πλοίου, ο οποίος συνεχώς κοκορεύεται για τη λαχταριστή… ποντικόσουπα που μαγειρεύει καθημερινά (φροντίζοντας να διαθέτει πάντα το απαραίτητο απόθεμα πρώτων υλών!). Όταν το εν λόγω πιάτο αποδεικνύεται πως παίζει καθοριστικό ρόλο στο σεναριακό twist του φιλμ, ομολογώ πως μια τεράστια απορία σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου, για το τι ακριβώς σκέφτονταν αυτοί που συνέλαβαν μια τόσο αποτρόπαιη ιδέα.
Η δύναμη της παιδικής φιλίας, καθώς και η girl power που προτάσσει το στόρι, δεν μπορούν ούτε για αστείο να αποτελέσουν αντιστάθμισμα στη γενικότερη δυσμορφία του animation. Πειρατές και κόμισσες διαθέτουν σταθερά μία και μοναδική έκφραση (ο Μαυροδόντης μοιάζει να είναι πάντα εκνευρισμένος, η δε κόμισσα είναι μονίμως σε mood πανουργίας), σε σημείο που ο πλέον εκφραστικός από όλους όσους εμφανίζονται εδώ πέρα να είναι ο…δράκος! Είναι ο μόνος, άλλωστε, που κρύβει σεναριακούς άσσους στο μανίκι, μπερδεύοντας σκοπούς και καταστάσεις με τρόπο (δήθεν) απρόσμενο και «μαγικό».