JURASSIC WORLD: ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ (2025)
(JURASSIC WORLD: REBIRTH)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάρεθ Έντουαρντς
- ΚΑΣΤ: Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τζόναθαν Μπέιλι, Ρούπερτ Φρεντ, Μαχερσαλά Αλί, Μανουέλ Γκαρσία-Ρούλφο, Λούνα Μπλέιζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στο πέρασμα των χρόνων οι δεινόσαυροι έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται από τα περισσότερα μέρη του πλανήτη, καθώς οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες του σήμερα δεν ευνοούν την ύπαρξή τους. Εξαίρεση αποτελεί ο Ισημερινός, όπου σε συνθήκες απόλυτης καραντίνας διασώζονται αρκετά είδη, σε εκτάσεις στις οποίες απαγορεύεται να πλησιάσει άνθρωπος. Φυσικά, μία αποστολή φαρμακευτικού κολοσσού θα αγνοήσει αυτά τα μέτρα…
Έχει μια κάποια «πλάκα» ο υπότιτλος αυτού του τρίτου κύκλου της σειράς ταινιών που γέννησε το «Jurassic Park» (1993), καθώς η «Αναγέννηση»… καθόλου δεν ταιριάζει ως λέξη με τα εδώ φιλμικά δρώμενα! Ουδεμία ανανέωση επιχειρεί να κάνει πραγματικά ο Γκάρεθ Έντουαρντς, καθώς η βάση τούτου του έργου, στην ουσία του περιεχομένου του, συγγενεύει με κινηματογραφικό genre αγαπητό στο πλέον… μακρινό παρελθόν! Αν θέλεις κι ένα παράδειγμα, «Η 6η Ήπειρος» (1974) είναι ιδανικά συγκρίσιμο.
Κοινώς, η «Αναγέννηση» αποτελεί μια βουτιά στην… old–school τυπολογία των περιπετειών με προϊστορικά τέρατα, που φέρνουν στον νου τις απογευματινές προβολές των λαϊκών, συνοικιακών σινεμά της παιδικής ηλικίας. Απλά, επειδή στο Χόλιγουντ το έχουν «καμένο» εσχάτως, η ταινία του Έντουαρντς περνά από κάποια «πελάγη» αντιγραφών (και ουχί ακριβώς homage) μέχρι να βρει την αληθινή ψυχαγωγική της ταυτότητα. Ας πούμε πως ο πρόλογος – flashback μοιάζει λες και βγήκε από το franchise των «Alien» movies (!), ενώ το (μεγάλο σε διάρκεια) κομμάτι της υποπλοκής με την οικογένεια που πλέει σε επικίνδυνα νερά για σκοπούς αναψυχής και πέφτει πάνω σε υδρόβιο δεινόσαυρο επικού μεγέθους μοιάζει με «love letter» του σκηνοθέτη στα «Σαγόνια του Καρχαρία» (1975)!
Όλα αυτά μαζί, υπολογίζοντας και την απαραίτητη σύσταση χαρακτήρων, τρώνε αρκετό χρόνο από την «Αναγέννηση», ώσπου να φτάσουμε στο ζουμί της δράσης, όπου η αποστολή του φαρμακευτικού κολοσσού (που θέλει να εκμεταλλευτεί το DNA τριών τύπων δεινοσαύρων για θεραπευτικούς λόγους, αλλά και για να θησαυρίσει) συναντά τους επιζώντες του έτερου σκάφους και σύσσωμοι οι ήρωες του φιλμ «ξεβράζονται» στη στεριά απαγορευμένης έκτασης, στην οποία έχουν να αντιμετωπίσουν πλείστες όσες εκπλήξεις, ανάμεσά τους και… άγνωστες μεταλλάξεις των προϊστορικών τεράτων, αποτέλεσμα εργαστηριακών ερευνών μυστικής βάσης, όπου προ ετών (ο πρόλογος που λέγαμε) κάτι πήγε εντελώς λάθος.
Το δεύτερο μισό της ταινίας είναι απολαυστικό και δίνει στον θεατή αυτό που αναζητά από έναν τέτοιο κινηματογραφικό τίτλο: δεινόσαυρους που κυνηγάνε και τρώνε ανθρώπους! Σε μια γη… «που ξέχασε ο χρόνος», οι σκηνές καταδίωξης αλλάζουν διαρκώς πλαίσιο φόντου εντός της άγριας φύσης και το σασπένς αφορά στο ποιοι θα παραμείνουν ζωντανοί, ποιος θα θυσιαστεί για το καλό των υπολοίπων και ποιος (θα) είναι το απόλυτο τομάρι που θα τους σκότωνε όλους για να καρπωθεί την επιτυχία της όλης αποστολής. Άσχετα από την προβλεψιμότητα των απαντήσεων, η «Αναγέννηση» δεν παύει να ξαφνιάζει ενίοτε, όπως στη σεκάνς όπου το «Stand by Me» του Μπεν Ε. Κινγκ κλείνει ύπουλα (ή και ξεκαρδιστικά!) το μάτι, για να μας χαρίσει μια στιγμή ανθολογίας τούτου του franchise.
Ναι, σίγουρα δεν μιλάμε για έργο που διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, όμως, σέβεται την… προϊστορία του τίτλου του (και του ονόματος του Στίβεν Σπίλμπεργκ), προσφέροντας με state of the art οπτικά εφέ αυτό που ζητά το αμερικανικό blockbuster-ικό καλοκαίρι: ψυχαγωγία. Εάν το ελληνικό κινηματογραφικό καλοκαίρι αποτελεί άλλο «παραμύθι», αυτό το ορίζετε εσείς και το γούστο σας…