JOKER: ΤΡΕΛΑ ΓΙΑ ΔΥΟ (2024)
(JOKER: FOLIE À DEUX)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τοντ Φίλιπς
- ΚΑΣΤ: Χοακίν Φίνιξ, Lady Gaga, Μπρένταν Γκλίσον, Κάθριν Κίνερ, Ζάζι Μπιτς, Στιβ Κούγκαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 138'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ο κρατούμενος σε άσυλο Άρθουρ Φλεκ βρίσκεται εν αναμονή της δίκης για τα εγκλήματά του ως Joker. Παλεύοντας ν’ ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, ανάμεσα στη μιζέρια της αληθινής ζωής και τη φαντασία του ήρωα που κινδυνεύει να οδηγηθεί στην ηλεκτρική καρέκλα, θα σκοντάψει πάνω σε κάτι τρελά απρόσμενο: θ’ αγαπηθεί! Και θα το ανταποδώσει.
Τα τραγούδια είναι ο λόγος που δεν είμαστε ικανοί να εκφέρουμε διότι δεν έχουμε βιώματα ή φαντασία. Είναι οι στίχοι που ζηλέψαμε γιατί δεν ήταν κουβέντες δικές μας. Κι όσο κι αν τους αποστηθίσαμε, και πάλι, ποτέ δεν έγιναν λόγια δικά μας. Μονάχα μας παρέσυραν, σε χαρμολύπες δανεικές και σαχλαμάρες τύπου «όταν χαμογελάς, ο κόσμος όλος χαμογελά μαζί σου», μέχρι να μας προσγειώσουν σ’ ένα «αν μου φύγεις μακριά, θα το καταλάβω». Ενώ το μόνο πράγμα που έπρεπε να καταλάβουμε είναι ένα γαμημένο «αυτή είναι η ζωή».
Τόσο μαύρο στην ψυχή που μπορεί να τρομοκρατήσει τον μέσο θεατή, το «Joker: Τρέλα για Δύο» αποτελεί μία φυσική (και σαφώς πιο ρεαλιστική) συνέχεια του φιλμ του 2019, βυθισμένη στην ήττα του ήρωά του. Ο Άρθουρ Φλεκ και ο Joker (τόσο αχώριστος πια, σαν σκιά του, όπως υπαινίσσεται το εισαγωγικό animation μικρού μήκους) παλεύουν μέσα στο ίδιο κορμί που δεν χωρά πουθενά, πόσω μάλλον στην αδιέξοδη καθημερινή ρουτίνα ενός ασύλου, με προγραμματισμένα ωράρια προαυλιακής εξόδου, διατροφής, χαπακώματος ψυχοφαρμάκων καταστολής και ψυχαγωγίας μέσω προβολών παλιών μιούζικαλ (όπως το «The Band Wagon» του 1953) ή συμμετοχής σε «therapy» group τραγουδιού. Ο Άρθουρ έλκεται από αυτό το τελευταίο, για δύο λόγους: α) επικοινωνεί με τη μουσική εσωτερικά, είναι μία μέθοδος «φυγής» σωματική που τον εκφράζει κινησιολογικά (συνεπής ορθολογική σύνδεση με συγκεκριμένες σεκάνς του «Joker») και β) εκεί εντοπίζει την Λι Κουινζέλ, μια θεόμουρλη πυρομανή που χάρη στην ειδωλοποίηση του Joker ανακαλύπτει την ύπαρξη της Harley Quinn μέσα της. Μπορεί να είναι αγάπη; Αλλά… ποιος αγαπάει ποιον σε μια τόσο διχασμένη συνθήκη;
Ψυχολόγοι και δικηγόροι είναι ανήμποροι να εξηγήσουν τι συμβαίνει με την προσωπικότητα του Άρθουρ, ενίοτε του ζητούν να μιλήσουν με τον Joker, λες και πρόκειται για psychics που καλούνται να επικοινωνήσουν με την «άλλη πλευρά», ενώ ο ίδιος βιώνει μια κοινή απελπισία που δεν του επιτρέπει ούτε να ελπίζει στη λευτεριά, ούτε και ν’ αντέχει να συνεχίσει να ζει έτσι, έγκλειστος σ’ ένα κελί. Στις αναλαμπές του, ως Joker, η δύναμη που εξωτερικεύει είναι μονάχα αυτοκαταστροφική. Εκτός από τις στιγμές στις οποίες πιστεύει στην ύπαρξη του έρωτα και βρίσκει «καταφύγιο» σε ονειρώξεις που μοιάζουν βγαλμένες μέσα από… τραγούδια.
Καταλυτικό ρόλο για τη συνέχεια θα παίξει η δίκη του Άρθουρ / Joker, ένα «show» για τα media και το αγριεμένο πλήθος που έχει συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο και ελπίζει στην αθώωση του ήρωα τον οποίο αγαπά κι ακολουθεί σαν σύμβολο… μιμητικά. Ενός λαού που δεν κατάφερε τίποτα από το ξέσπασμα της αναρχίας (στο φινάλε του προηγούμενου φιλμ), που μετέτρεψε τη διέξοδο προς τη βία σε… ψυχαγωγία και σπαταλιέται σε μια μιζέρια μασκαρεμένη με χαρά μονάχα στο πρόσωπο.
Σ’ ένα καταστασιακό που μοιάζει με παρωδία, αλλά με περίσσια τραγικότητα, «δικάζεται» μέχρι και η ερωτική ιστορία του Άρθουρ και της Λι, η απογοήτευση που φέρνει η πραγματική ζωή, φανερώνοντας την αφέλεια των… στίχων από τραγούδια που αποκτούν μέσα μας τη διάσταση ενός στηρίγματος «φευγιού». Τη μέρα που γεννήθηκαν, όμως, δεν εμφανίστηκαν άγγελοι μαζί, ούτε κι αποφάσισαν να κάνουν αληθινό κάποιο όνειρο. Και η κατάρρευση που θα φέρει αυτή η διαπίστωση (θα) είναι ένας δρόμος δίχως γυρισμό…
Σε ελάχιστες και ολοκληρωτικά στημένες σαν φαντασία σκηνές, ο Τοντ Φίλιπς διαχειρίζεται τα τραγούδια που «απαγγέλλονται» μελωδικά από τους πρωταγωνιστές σαν ν’ ανήκουν στο σύμπαν ενός φιλμικού μιούζικαλ. Δεν ταυτίζεται με τούτο το genre το «Τρέλα για Δύο». Απλά, συναντά τη στιχουργική σημειολογία με μια διάθεση να «χαλάσει» κάθε ίχνος ανύψωσης του ήθους και της ψυχής των ηρώων του, καταλήγοντας σε μια αβάσταχτη θλίψη που κορυφώνεται στο τηλεφώνημα – εκλιπάρηση του Άρθουρ, με τα λόγια του «If You Go Away». Εκεί, πια, το έργο βυθίζεται ανεπιστρεπτί σ’ ένα έρεβος που δύσκολα αντιμετωπίζεται δίχως «νταούνιασμα». Ο θεατής θ’ αντιμετωπίσει συναισθήματα δυσφορίας και φόβου που συνήθως αποφεύγει, και στη ζωή και στο σινεμά. Και θα χρειαστεί θάρρος στο μυαλό για να έρθει στα ίσα του μετά το φινάλε αυτού του «Joker». Αυτή είναι η ζωή, όμως. Μην κάνεις πως δεν την κοιτάς. Μην κάνεις ότι ξεχνάς τους… στίχους της.
«I‘m gonna roll myself up
In a big ball and die»