ΤΑ ΣΑΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΧΑΡΙΑ (1975)
(JAWS)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σπίλμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Ρόι Σάιντερ, Ρόμπερτ Σο, Ρίτσαρντ Ντρέιφους, Λορέιν Γκάρι, Μάρεϊ Χάμιλτον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Ένας μεγάλος λευκός καρχαρίας τρομοκρατεί τους κατοίκους ενός μικρού νησιού που ζει από τον τουρισμό, λίγο πριν τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου. Οι τοπικές Αρχές κάνουν τα στραβά μάτια λόγω οικονομικών συμφερόντων, μέχρι… να χυθεί αίμα και ν’ αναλάβουν δράση ένας Σερίφης, ένας ωκεανολόγος κι ένας σκληροτράχηλος κυνηγός.
Υπάρχουν εκείνες οι φορές στη ζωή σου στις οποίες μπορείς να αισθανθείς υπερήφανος επειδή έζησες μια ιστορική κινηματογραφική στιγμή στην ώρα της. Θεωρώ πως για μένα η πρώτη φορά ήταν με τα «Σαγόνια του Καρχαρία», το χειμώνα του 1975. Το οφείλω στον πατέρα μου και στο… «parental guidance», χάρη στο οποίο μου επετράπη η είσοδος στην αίθουσα. Ήταν μεγάλη η… θυσία που είχε κάνει, καθώς δεν αντέχει τη θέα του αίματος στο σινεμά (σε απόλυτη αντίθεση με μένα). Δεν περιγράφεται το τι συνέβαινε εκεί μέσα! Τινάγματα στα καθίσματα, στριγγλιές, φωνές του κοινού προς την οθόνη και τους πρωταγωνιστές… Ούτε είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη μεγάλη οθόνη, ούτε και περίμενα πως μία κινηματογραφική εμπειρία μπορεί να προκαλέσει παρόμοιες αντιδράσεις και ένταση συναισθημάτων. Τα είδα ξανά σε αίθουσα μερικές μέρες αργότερα και σε θερινό σινεμά κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών. Ειλικρινά, ο κόσμος έμπαινε προβληματισμένος στη θάλασσα την επόμενη μέρα!
Ήταν μόλις η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθετούσε ο Σπίλμπεργκ για το σινεμά και αν αυτό δεν αποκαλείται χάρισμα, τότε τα λεξικά θα πρέπει ν’ αλλάξουν την επεξήγηση τούτης της λέξης. Αντιμέτωπος με τις αδιανόητα αντίξοες συνθήκες των γυρισμάτων on location (και ουχί σε sets, για τήρηση απόλυτης αληθοφάνειας σε κάθε σεκάνς), με αντίπαλο τα καιρικά φαινόμενα και τα μποφόρ που «αλλοίωναν» το φυσικό ντεκόρ και σε ουρανό και σε επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι τον ανεκδιήγητο βραχνά της (μη) λειτουργίας του τεχνητού καρχαρία, ο Σπίλμπεργκ όχι απλά επέζησε των δοκιμασιών, αλλά κατάφερε και να «γράψει» νέους κανόνες κινηματογραφικής αφήγησης και οπτικής στο θέαμα και το σασπένς, δημιουργώντας μία ιδεατή συμμαχία με το μοντάζ (της Βέρνα Φιλντς) και το original score (του Τζον Γουίλιαμς). Από τα πρώτα υποκειμενικά πλάνα που παρατηρούν υποβρυχίως τα πόδια της λουόμενης κοπέλας την οποία πρόκειται να κατασπαράξει ο καρχαρίας, σε συνδυασμό με το μουσικό θέμα ταύτισης της επερχόμενης απειλής, ο θεατής (της δεκαετίας του ’70) αντιλαμβανόταν ότι γινόταν μάρτυρας μιας πρωτοφανούς κινηματογραφικής εμπειρίας, όσο και φιλμικής «γλώσσας». Με ένα βασικό και τόσο «απλοϊκό» σενάριο: άνθρωπος εναντίον ζώου. Επιβίωση και τροφή. Αγώνας διεκδίκησης της εξουσίας στο ίδιο territory.
Έχουν γραφτεί απίστευτες σαχλαμάρες για «φανταστικούς» συμβολισμούς του φιλμ, ακόμη και με πολιτικές προεκτάσεις! Ας περιοριστούμε σε μία παρατήρηση: σε ότι αφορά στις Αρχές και την ηθική των κοινωνικών δομών της νήσου, το έργο παίρνει σαφείς θέσεις, με βαθιά διάθεση σαρκασμού απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα που πορεύεται αποκλειστικά και μόνο με προθέσεις κέρδους, δίχως να λογαριάζει ως προτεραιότητα την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής. Ασχέτως ιδεολογικής σκοπιάς του θεατή, οι συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης αυτό δηλώνουν, ξεκάθαρα.
Ο αληθινός πρωταγωνιστής εδώ, όμως, δεν είναι η (όποια) ουσία, σε κανένα επίπεδο «ανάγνωσης» του καταστασιακού. Τα «Σαγόνια του Καρχαρία» είναι η επιτομή της κατασκευής ενός χολιγουντιανού «προϊόντος» που, σε αντίθεση με τα προβλήματα κινητικότητας του μηχανικού καρχαρία στα γυρίσματα του φιλμ, αξιοποιεί στην εντέλεια κάθε συστατικό δράσης, κάνοντάς σε να ξεχνάς και που βρίσκεσαι και πόσο μεγάλη είναι η διάρκεια της ταινίας. Όσο κυκλοφορεί στα παράλια του νησιού, ο Σπίλμπεργκ παίζει με τα νεύρα σου και το ξαφνικό σοκ της επόμενης επίθεσης του καρχαρία, δοκιμάζοντας ακόμη και τα όρια της «λογοκρισίας» (του rating) της εποχής (με δυσκολία θα επέτρεπε το σημερινό Χόλιγουντ να υπάρχει με τόση γραφικότητα η σεκάνς του ανήλικου αγοριού που «χάνεται» μέσα σ’ έναν πίδακα από αίμα, ενώ το κορμί του κομματιάζεται από τα δόντια του μεγάλου λευκού), επιφυλάσσοντας για το δεύτερο μισό του έργου μια βουτηγμένη στην τεστοστερόνη περιπετειώδη καταδίωξη στον ωκεανό, δίχως ίχνος στεριάς στον ορίζοντα, στοιχείο που φορτίζει διαρκώς την ανασφάλεια για το μέλλον των τριών κεντρικών ηρώων. Οι οποίοι δεν είναι οι πρωταγωνιστές. Ο άνθρωπος εδώ είναι έρμαιο της Φύσης κι ενός κυνηγού μεγαλύτερου από εκείνους, εξ ου και η θρυλική ατάκα «You’re gonna need a bigger boat!».
Όσον αφορά στο ανθρώπινο στοιχείο, ο Σπίλμπεργκ στήνει μία εξαιρετική ωδή στον ορισμό του «male bonding». Τα «Σαγόνια του Καρχαρία» δεν είναι μια ταινία για την ανδρική φιλία, αλλά για το δέσιμο μεταξύ ανδρών, σ’ ένα «έδαφος» (το πλοιάριο του Κουίντ) στο οποίο η θηλυκή παρουσία δεν έχει απολύτως καμία θέση – και αυτό δεν επιφέρει καν την όποια ανισορροπία στη φορά των γεγονότων (και της Γης ολόκληρης!). Η γυναίκα είναι το πρώτο (ανίσχυρο) θύμα του καρχαρία. Και η επίλυση του προβλήματος είναι μία καθαρά ανδρική υπόθεση (ισχύος). Με άλλα λόγια (σκεπτικού genre), είναι σαν να βρισκόμαστε σ’ ένα γουέστερν… θαλάσσης!
Τα «Σαγόνια του Καρχαρία» είναι ο Σπίλμπεργκ που αγάπησα (και κατόπιν, με τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», με… πήρε και με σήκωσε!). Είναι μία από τις ταινίες που μου έμαθε τι (πρέπει να) είναι το σινεμά. Είναι ένα τεράστιο «σχολείο» και η απόλυτη ψυχαγωγία μαζί. Ο κινηματογράφος άλλαξε μετά από αυτό το φιλμ. Μελετώντας το, ακόμα καταλαβαίνει κανείς το πώς και το γιατί. Ήταν… για καλό; Αυτό σηκώνει κουβέντα ωρών (και αναλύεται με εξαιρετικό τρόπο στο πρώτο video essay της σειράς «Voir» του Netflix).