JACK REACHER: ΠΟΤΕ ΜΗ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΠΙΣΩ (2016)
(JACK REACHER: NEVER GO BACK)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έντουαρντ Ζούικ
- ΚΑΣΤ: Τομ Κρουζ, Κόμπι Σμόλντερς, Άλντις Χοτζ, Ντάνικα Γιάρος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ο Τζακ Ρίτσερ καλείται να αποκαταστήσει την τιμή του ονόματός του αλλά και της Ταγματάρχη Τέρνερ, προσπαθώντας να αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με τη δολοφονία δύο στρατιωτών στο Αφγανιστάν, η οποία συνδέεται παράδοξα με τις κατηγορίες που βαραίνουν τους πρώτους για κατασκοπεία.
Είχα εντοπίσει την επιτυχία του πρώτου «Jack Reacher» (2012) σε εκείνη την ευχάριστη γεύση από… σεβεντίλα και αντρίκια δράση, πράγματα σαφώς παλιομοδίτικα και σωστά εκτελεσμένα από τον Κρίστοφερ ΜακΚουόρι, ο οποίος έχει και γνώσεις σεναρίστα. Το βοηθούσε και η έξυπνη πλοκή το έργο, πέραν της παρουσίας του Τομ Κρουζ, που είναι «μανούλα» σε τέτοιους ρόλους, πλέον. Υπήρχε και χιούμορ, υπήρχαν και ζουμεροί δεύτεροι ρόλοι, γενικά, υπήρχαν πράγματα που από εδώ απουσιάζουν, γι’ αυτό και η τελική εντύπωση είναι πιο… χαλαρή. Το «Ποτέ μη Γυρίσεις Πίσω» δεν χαρακτηρίζεται ως κατώτερο της πρώτης ταινίας του franchise επειδή είναι μια αποτυχημένη ταινία. Απλά, δεν τους «βγήκε» η συνταγή.
Το πρόβλημα ξεκινά από το story. Ο μυστηριώδης πράκτορας – φάντασμα με το στρατιωτικό background επιστρέφει στα παλιά του λημέρια για να ανακαλύψει ότι μια αγαπητή του συνεργάτιδα υπεράνω υποψίας κατηγορείται για κατασκοπεία. Ως προστάτης του δικαίου, θα μπλέξει άσχημα με την υπόθεση, η «μπάλα» θα πάρει μαζί της και τον ίδιο, και ως φυγάδες, μαζί, θα προσπαθήσουν να καθαρίσουν το ποινικό τους μητρώο. Όλο αυτό είναι σαφώς υποδεέστερο του μυστηρίου με τον ελεύθερο σκοπευτή στην ταινία του 2012 και ίσως η μεγαλύτερη ανατροπή που προκύπτει προς το φινάλε του φιλμ να είναι και αρκετά προβλέψιμη για μεγάλη μερίδα των θεατών. Ο Έντουαρντ Ζούικ, πάντως, δεν το βάζει κάτω και προσθέτει «κερασάκια» εξελίξεων που διαφοροποιούν το φόντο δράσης, για να οδηγηθούμε σε μια καθαρτήρια σεκάνς αδρεναλίνης με φόντο τη Νέα Ορλεάνη.
Ανάμεικτα συναισθήματα αφήνει η υποπλοκή της υποψίας ότι ο Τζακ Ρίτσερ είναι (εν αγνοία του) πατέρας 16χρονου κοριτσιού, από παρελθούσα… συνουσία με σερβιτόρα η οποία δεν του το φανέρωσε ποτέ. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του σασπένς μετατοπίζεται σε αυτή την ιστορία, καθώς πέρα από τις αμφιβολίες περί πατρότητας, η κοπέλα κινδυνεύει και από τους ανθρώπους που καταδιώκουν τον Ρίτσερ, ειδικά αν μαθευτεί ότι (μπορεί να) είναι κόρη του. Σε κάποια σημεία, αυτό το αρκετά ατίθασο κορίτσι (υπόνοια γονιδιακής συγγένειας) με τις σχεδόν αναρχικές τακτικές αυτοσυντήρησης εξυπηρετεί θετικά το φιλμ, ενώ σε άλλες κουβαλάει αναπόφευκτες δόσεις συγκίνησης και δράματος, που δεν ανήκουν πραγματικά σε τούτο το είδος περιπέτειας (μην πάει ο νους σου στον… Λίαμ Νίσον, παρακαλώ!).
Το μέτωπο του εχθρού δεν έχει δουλευτεί καλά, δεν υπάρχει μία κυρίαρχη φιγούρα κακού που να δεσπόζει ως δυνατός αντίπαλος, όμως ο χειρισμός της αντιμετώπισης όσων τα βάζουν με τον Ρίτσερ διαθέτει πάντοτε ωραίο χιούμορ (η εναρκτήρια σκηνή αποτελεί κομμάτι ανθολογίας, σχεδόν όπως εκείνη με τη στάση του λεωφορείου στο πρώτο φιλμ) και ο Κρουζ είναι πειστικότατος ως badass ήρωας, ίσως περισσότερο από ποτέ (στα 54 του!). Στην τελική, το «Ποτέ μη Γυρίζεις Πίσω» είναι ένας καλός σύντροφος του… popcorn, απλώς το «ποδαρικό» του Τζακ Ρίτσερ στη μεγάλη οθόνη άφηνε προσδοκίες για κάτι ακόμη καλύτερο στη συνέχεια. Και τούτη η ταινία δεν το καταφέρνει αντάξια. Ας του δώσουμε ακόμη μια ευκαιρία για το μέλλον…