ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΠΟ (1950)
(IN A LONELY PLACE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκολας Ρέι
- ΚΑΣΤ: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Γκλόρια Γκρέιαμ, Φρανκ Λάβτζοϊ, Καρλ Μπέντον Ράιντ, Αρτ Σμιθ, Τζεφ Ντόνελ, Μάρθα Στούαρτ, Ρόμπερτ Γουόργουικ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Σεναριογράφος – κακός μπελάς του Χόλιγουντ, γνωστός για τη βίαιη και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του, κατηγορείται για το φόνο μιας κοπέλας. Γοητευτική γειτόνισσα θα του προσφέρει το άλλοθι που χρειάζεται, μα στην πορεία της σχέσης τους θ’ αρχίσει να έχει αμφιβολίες για εκείνον.
Ξαναβλέποντας σήμερα το «Σε Έναν Έρημο Τόπο», αντιλαμβάνεσαι καλύτερα ποια ήταν η βασική πηγή έμπνευσης για τα πιο… τρελά σενάρια της φιλμογραφίας του Πέδρο Αλμοδόβαρ! Σίγουρα τούτη εδώ η υποτιθέμενα παραγνωρισμένη στην εποχή της ταινία του Νίκολας Ρέι πρέπει ν’ ανήκει στις αγαπημένες του, πράγμα που δεν είναι απαραίτητα καλό για όλους (μας).
Χαρακτηρισμένο από την κριτική της… θεωρίας του auteur ως «φιλμ νουάρ», κυρίως εξαιτίας της παρουσίας του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, της μαυρόασπρης ατμόσφαιρας και της crime (υπο)πλοκής, τούτο το έργο μιλά περισσότερο για τον κόσμο του θεάματος και της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χόλιγουντ εκείνης της περιόδου, αναμειγνύοντας στοιχεία από διάφορα φιλμικά είδη, για να καταλήξει ν’ αποτελεί ένα παράδοξο ψυχαναλυτικής μελέτης της σχέσης των δύο φύλων, φλερτάροντας αδίστακτα με το έντονο μελόδραμα. Όλα αυτά τα συστατικά μαζί σαφώς απομακρύνουν το αποτέλεσμα από τον χαρακτηρισμό του νουάρ, genre στο οποίο είχε μεγαλουργήσει από την αρχή της καριέρας του ο Ρέι με το αριστουργηματικό «Ο Νόμος της Μοίρας» (1948). Αν ρωτάτε κι εμένα, πιο κοντά στο «Σε Έναν Έρημο Τόπο», μα σαφώς ανώτερο θεματολογικά, βρίσκω το «Τα Ίχνη Ήταν Ψεύτικα» (1956) του Φριτς Λανγκ, έργο που επίσης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην υπερβολή και τη (σχεδόν μακάβρια) ειρωνεία.
Αυτό που κυριαρχεί εδώ, βέβαια, είναι η γραφή. Οι ατάκες του Άντριου Σολτ, ειδικά στα κομμάτια που το σενάριο μιλά για τους κανόνες λειτουργίας και τους ανθρώπους του Χόλιγουντ, είναι εξαιρετικά πικρόχολες και εξομολογητικές, βγαλμένες από έναν άνθρωπο που σίγουρα δεν διασκέδαζε τη δουλειά του και το όλο studio system. Ο χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Μπόγκαρτ βουτάει μέσα στη «χολή» και τη ζοχάδα ενός αντι-συστημικού «πιονιού» που την παλεύει (στα όρια) για να επιζήσει με αξιοπρέπεια στο χώρο και να μην αναγκαστεί να βάλει την υπογραφή του σε κινηματογραφικά σκουπίδια.
Αν και βασικό στοιχείο του σεναριακού σκελετού, η δολοφονία που προκύπτει από νωρίς δείχνει σχεδόν ξεκάρφωτη και αδικαιολόγητα συνδέεται με τον σεναριογράφο του Μπόγκαρτ, που πρέπει να πιστέψουμε πως (ίσως) είναι θύμα κάποιας σκευωρίας για να καταστραφεί ολοκληρωτικά ή θύμα του ίδιου του εαυτού του και μιας σχεδόν διχασμένης προσωπικότητας, που όταν ξεσπά αναζητά την εκτόνωση μέσα από ασυγκράτητες πράξεις βίας. Η εμφάνιση ενός αληθινού άλλοθι μέσω της γειτόνισσας που τον ελευθερώνει από τα χέρια της (δύσπιστης) Αστυνομίας, φέρνει στο προσκήνιο μια ερωτική ιστορία ελαφρώς «εναλλακτική», εξαιτίας της ασυνήθιστης σκιαγράφησης των δύο χαρακτήρων. Προστίθεται κατόπιν και ένα μάλλον εκκεντρικό μέρος melo αφήγησης, που στηρίζεται στις αμφιβολίες της Γκλόρια Γκρέιαμ (απόλυτη φιγούρα τύπισσας, με κάμποσα χαρακτηριστικά φεμινιστικών αντιλήψεων) που την εμποδίζουν να ολοκληρώσει το δεσμό τους και να παραδοθεί στην προοπτική ενός γάμου.
Η φήμη της ταινίας θεωρώ πως βασίζεται περισσότερο στις δυνατές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, σε κάποιες φονικές ατάκες και σ’ ένα αντι-ρομαντικό φινάλε που στοιχειώνει από την επανάληψη τμήματος του ιστορικού quote «I was born when she kissed me. I died when she left me. I lived a few weeks while she loved me.», που πλάκα-πλάκα θα έλεγα πως ακούγεται αρκετά… αλμοδοβαρικό, πια!