ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ (2015)
(IL RACCONTO DEI RACCONTI)
- ΕΙΔΟΣ: Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματέο Γκαρόνε
- ΚΑΣΤ: Σάλμα Χάγεκ, Βενσάν Κασέλ, Τόμπι Τζόουνς, Τζον Σι Ράιλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Τρία παραμύθια, τρεις ιστορίες εμμονής γαλαζοαίματων, μπλέκονται με αρκετή ασάφεια στο αγγλόφωνο ντεμπούτο τού σκηνοθέτη του «Γόμορρα».
Η φιλοδοξία δε λείπει από τους κοσμογυρισμένους Ιταλούς σκηνοθέτες που κάνουν καριέρα στα διεθνή Φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τον συνάδελφό του Πάολο Σορεντίνο, έτσι και ο Ματέο Γκαρόνε περισσότερο ιντριγκάρει με τις προθέσεις και με τα γύρω-γύρω, παρά με το κινηματογραφικό αποτέλεσμα της δουλειάς του. Στο «Παραμύθι των Παραμυθιών» μπλέκει τρεις ιστορίες που δημιούργησε η φαντασία του Τζανμπατίστα Μπαζίλε. Πρόκειται για σκοτεινά, γοτθικά παραμύθια, με σκληρότητα, ανατροπές και απρόσμενη κατάληξη.
Στις ιστορίες του 17ου αιώνα που έγραψε ο Μπαζίλε, ένα βασιλικό ζεύγος δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί. Η βασίλισσα δεν μπορεί να το αντέξει και είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Ο Βασιλιάς ακούει τη συμβουλή ενός μυστηριώδους άνδρα και καλείται να θανατώσει ένα θαλάσσιο κτήνος ώστε να προσφέρει στη σύντροφό του την καρδιά τού τέρατος που θα την κάνει γόνιμη. Αλλά θα χάσει τη ζωή του, τελικά. Κάποιος άλλος βασιλιάς, με έφεση στα γκομενιλίκια, ακούει τη φωνή μιας γυναίκας και την ερωτεύεται, χωρίς να ξέρει ότι είναι ηλικιωμένη και κακάσχημη. Ο τρόπος που θα της φερθεί όταν μάθει ποια είναι θα έχει κακά επακόλουθα. Ο τρίτος βασιλιάς προτιμά να ασχολείται με το έντομο που έχει «υιοθετήσει» παρά με την κόρη του. Και πάλι, το φινάλε δεν θα είναι χαρούμενο.
Μπορεί μόνο να φανταστεί κανείς πόσο διαφορετικά θα στήνονταν στη μεγάλη οθόνη τέτοιες ιστορίες από σκηνοθέτες που έχουν περισσότερο ανεπτυγμένη τη σκοτεινή τους πλευρά. Ο Γκαρόνε, πάντως, δεν την έχει. Προσπαθεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα με τις σχετικές ευκολίες που τού παρέχει η παράδοση της ιταλικής κινηματογραφίας στα σκηνικά και τα κοστούμια και… η προσπάθεια τελειώνει εκεί. Οι τρεις ιστορίες μοιάζουν ασύνδετες, ξεκρέμαστες, βεβιασμένα ενωμένες χωρίς κανέναν εμφανή συνδετικό κρίκο, ενώ το καλό διεθνές καστ πηγαινοέρχεται δείχνοντας να περιμένει τον λόγο συμμετοχής σε αυτό το project.
Έναν καλό λόγο θα τον πεις για τη διεύθυνση παραγωγής και τη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά. Από εκεί και πέρα, είναι δυσκολότερο να χαρακτηρίσεις την ταινία «παραμυθένια» και ευκολότερο να πεις, όπως λένε και κάποιοι Ιταλοί φίλοι μου, «ma che fuffa!» (που το έχουν πει, ακριβώς για αυτή την ταινία).