ΕΤΟΙΜΟΣ ΓΙΑ ΟΛΑ (2018)
(I FEEL GOOD)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπενουά Ντελεπίν, Γκουστάβ Κερβέρν
- ΚΑΣΤ: Ζαν Ντιζαρντέν, Γιολάντ Μορό, Ζαν-Μπενουά Ουγκέ, Ζοζέφ Νταάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Πολυτεχνίτης, ερημοσπίτης και ελαφρώς ονειροπαρμένος τύπος, μετά από χρόνια απουσίας, επανασυνδέεται με την αδελφή του, όντας πλέον βέβαιος πως έχει τη μεγάλη ιδέα που θα του αποφέρει το σίγουρο κέρδος. Από την αρχική σύλληψη μέχρι την εκτέλεση και την επιτυχία, όμως, ο δρόμος είναι μακρύς. Τόσο μακρύς, που φτάνει ίσαμε και τη Βουλγαρία μερικές φορές.
Αποτελεί μία κάπως ιδιαίτερη περίπτωση το σκηνοθετικό δίδυμο των Μπενουά Ντελεπίν και Γκουστάβ Κερβέρν, το ύφος των οποίων απέχει χιλιόμετρα από το τυπικό της σύγχρονης γαλλικής λαϊκής κωμωδίας όπως την έχουμε μάθει από τη διαρκή καλοκαιρινή της επανάληψη στα ντόπια θερινά σινεμά. Το μη πολιτικώς ορθό χιούμορ τους, συνεπικουρούμενο ενίοτε από έναν σατιρικό κυνισμό έχει χαρακτηριστεί μάλλον δύσκολο από την ελληνική διανομή, γι’ αυτό και σταθερά οι ταινίες τους αγνοούνται από τα μέρη μας. Εκτός, ίσως, εάν έχουν ένα όνομα κράχτη, όπως εκείνο του Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο (όχι και τόσο τυπικό δείγμα της φιλμογραφίας τους) «Μαμούθ» του 2010 ή αυτό του Ζαν Ντιζαρντέν σε τούτη την περίπτωση, το οποίο αποτελεί το δεύτερο – από τα οκτώ συνολικά φιλμ που το ντουέτο έχει συν-γράψει και συν-σκηνοθετήσει – που βρίσκει τον δρόμο του για τα σινεμά της χώρας μας. Το γεγονός πως αυτό συμβαίνει στη «νεκρή» εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου μόνο τυχαίο δεν θα λέγαμε ότι είναι.
Η Μονίκ και ο Ζακ είναι αδέλφια, αλλά εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες. Η ανιδιοτελής και γενναιόδωρη πρώτη διευθύνει μία φιλανθρωπική κοινότητα εθελοντικής εργασίας, ενώ ο φιλοχρήματος και ελαφρόμυαλος δεύτερος δεν στεριώνει ποτέ και σε τίποτα, αφού πάσχει από την «ασθένεια» του άκοπου πλουτισμού. Έχοντας σπαταλήσει την οικογενειακή περιουσία σε μια ολοφάνερη διαδικτυακή απάτη μεν, από την οποία ήλπιζε πως θα τα κονομήσει χοντρά δε, ο Ζακ εμφανίζεται στα ξαφνικά (έπειτα από τρία ολόκληρα χρόνια) στον χώρο εργασίας της Μονίκ, φορώντας μονάχα το… μπουρνούζι του. Της εξηγεί εν τάχει πού είχε χαθεί όλο το προηγούμενο διάστημα και με τι είδους (ατυχώς αποτυχημένες) business είχε καταπιαστεί, εκείνη του προσφέρει στέγη και τροφή όπως θα έκανε με τον οποιονδήποτε που θα ερχόταν στο κατώφλι της, δίνοντάς του ταυτόχρονα δυνατότητα εργασίας, αυτός όμως είναι γεννημένος για μεγαλεία. Το νέο του μεγάλο project λέγεται «Ι Feel Good» κι έχει να κάνει με χαμηλού κόστους πλαστική χειρουργική, μια επαναστατική λύση που θα μπορέσει επιτέλους να απελευθερώσει τους πάντες από τον βραχνά της «προβληματικής» τους εμφάνισης. Στην πράξη, βέβαια, η όλη φάση με ΑΜΑΝ Teleshopping μοιάζει, αλλά αυτό δεν πειράζει και τόσο. Εμείς την ιδέα έχουμε. Η Σόφια, άλλωστε, ένα τσιγάρο δρόμος είναι από τα Πυρηναία Όρη.
Γυρισμένο σε μια πραγματική κοινότητα Emmaus (διεθνές κίνημα αλληλεγγύης ιδρυμένο στο μεταπολεμικό Παρίσι από τον Αββά Πιερ), με τα περίεργα προκάτ σπίτια του και τα δεκάδες εγκαταλελειμμένα αντικείμενα που χρήζουν επισκευής, το φιλμ πατάει πάνω στην αντίθεση των δύο κεντρικών του χαρακτήρων, ώστε να αντλήσει από εκεί τη χιουμοριστική του διάθεση. Ανοίγει ένα πολιτικών προεκτάσεων μέτωπο, αφού η Μονίκ έχει μείνει πιστή στις κομμουνιστικές αντιλήψεις των γονιών της, ενώ ο Ζακ κυνηγάει με τρέλα το καπιταλιστικό όνειρο του Μπερνάρ Ταπί και του Ντόναλντ Τραμπ, ρίχνοντας στο τραπέζι αρκετές, συχνά ανεκδοτολογικού ύφους πολιτικές ατάκες που δεν είναι πάντα πετυχημένες (αν δεν είναι ήδη ξεπερασμένες, όπως οι αναφορές στον Μακρόν). Χάρη στο ταλέντο του Ντιζαρντέν στο να υποδύεται με απόλυτη φυσικότητα χαμένους στον κόσμο τους τύπους (όπως στις δύο τζεϊμσμποντικές παρωδίες «OSS 117», καθώς και στον περσινό «Καρδιοκατακτητή»), αλλά και στο ανορθόδοξο χιούμορ τού πρώτου μισού (τα flashback των επαγγελματικών αποτυχιών του Ζακ, είναι έξυπνα και διασκεδαστικά, ειδικά εκείνο στον σταθμό του τρένου), η ταινία κυλάει σαν νεράκι.
Όταν, όμως, το μεγάλο σχέδιο μπαίνει σε κίνηση και το φιλμ αποκτά έναν χαρακτήρα βαλκανικού μετα-κομμουνιστικού road trip, οι σεναριακές ιδέες αγκομαχούν να βρουν στόχο, καταλήγοντας σε μια εύκολη και διόλου ευφάνταστη σάτιρα του υλικού κόσμου της Δύσης. Ο σαρκασμός και η αφέλεια σταδιακά χάνουν τον δρόμο τους, καθώς η παρέα των «εξαπατημένων» από τον Ζακ οδεύει από Βουκουρέστι προς Σόφια, με το σκηνοθετικό δίδυμο να επιδεικνύει ενίοτε μια λανθάνουσα α λα «Borat» (2006) διάθεση. Όποιος, πάντως, δει τούτο κι έπειτα έχει όρεξη να δει tricolore road trip σε άκρως σουρεάλ extreme μορφή, συστήνω να ρίξει μια ματιά στο ντεμπούτο των Ντελεπίν και Κερβέρν ονόματι «Aaltra» (2004), με τους ίδιους να υποδύονται δύο καθηλωμένους σε αναπηρικά αμαξίδια μισητούς εχθρούς, που ξεκινάνε να πάνε στη… Φινλανδία. Εκεί δεν αφήνουν τίποτα όρθιο. Εδώ εμφανίζονται αρκετά στρογγυλεμένοι στις ιδέες τους.