ΜΙΑ ΛΕΥΚΗ, ΛΕΥΚΗ ΜΕΡΑ (2019)
(HVÍTUR, HVÍTUR DAGUR)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χλίνουρ Πάλμασον
- ΚΑΣΤ: Ίνγκβαρ Σίγκουρδσον, Ίντα Μέκιν Χλίνσντοτιρ, Χίλμιρ Σνερ Γκούδνασον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένας αστυνομικός που χάνει τη σύζυγό του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, αρχίζει να παθιάζεται με την ιδέα πως εκείνη τον απατούσε. Οι εμμονικές του σκέψεις απειλούν με καταστροφικές συνέπειες τους πάντες γύρω του.
Δύο χρόνια μετά το εντυπωσιακό (κυρίως από τεχνικής άποψης) σκηνοθετικό του ντεμπούτο μεγάλου μήκους με το δανέζικης παραγωγής «Vinterbrødre», ο Ισλανδός Χλίνουρ Πάλμασον επιστρέφει στην πατρίδα του και στο σινεμά με ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα με επίκεντρο τα εσωτερικοποιημένα συναισθήματα που συχνά προκαλούν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις όταν (αναπόφευκτα) ξεχειλίζουν, ιδιαίτερα στους άνδρες που θεωρούν την έκφραση των συναισθημάτων τους ως αδυναμία χαρακτήρα. Εδώ, ο μεσήλικας αστυνομικός και προφανές «alpha male» Ίνγκιμουντουρ αποφεύγει τις προσωπικές ερωτήσεις του ψυχολόγου που τον παρακολουθεί έπειτα από τον ξαφνικό και τραγικό θάνατο της συζύγου του, απορρίπτει την οποιαδήποτε συζήτηση για εκείνην ακόμα και με την ενήλικη κόρη του και αρνείται κατηγορηματικά να εκφράσει τον πόνο της απώλειας με οποιονδήποτε τρόπο. Αντ’ αυτών, βάζει μπρος για να ολοκληρώσει την ανακαίνιση της οικογενειακής φάρμας και η μοναδική του χαρά (και ουσιαστική ανθρώπινη σχέση) μοιάζει να είναι η επικοινωνία του με τη μικρή του εγγονή. Όταν, όμως, ανακαλύπτει κάποιες «ύποπτες» φωτογραφίες, η θλίψη μετατρέπεται σε οργή, καθώς γίνεται βέβαιος πως η μακαρίτισσα τον απατούσε με έναν νεότερο, επίσης παντρεμένο άνδρα. Ο Ίνγκιμουντουρ θα προσπαθήσει να το παίξει ντετέκτιβ, καθώς η εμμονή του ανακατεύεται με τα καταπιεσμένα του συναισθήματα και οι πράξεις του απειλούν να καταστρέψουν όχι μόνο τον ίδιο και την οικογένειά του, αλλά και ολόκληρη τη μικρή κοινότητα του απόμερου χωριού τους.
Ο Πάλμασον δεν φοβάται να πάρει τοn χρόνο του αφηγηματικά, αναμειγνύοντας την ανθρώπινη ιστορία με το πανέμορφο αλλά και επικίνδυνο, οικείο αλλά και απόκοσμο περιβάλλον τού ισλανδικού χωριού, καθώς το πρώτο δεκάλεπτο σχεδόν κυλά με μηδενικό διάλογο και ανθρώπινες παρουσίες, επιλέγοντας να ακολουθήσει το μοιραίο αυτοκινητικό δυστύχημα και αμέσως μετά ν’ αφήσει την κάμερά του να καταγράψει το πέρασμα των εποχών έξω από τη φάρμα με τη χρήση του time-lapse. Όπως και στο «Vinterbrødre», ο ήχος και τα ηχητικά εφέ αποτελούν βασικό δραματουργικό στοιχείο για τον Πάουλμασον, σε μια ταινία στην οποία, ακόμη και όταν οι λιγοστοί χαρακτήρες επιτέλους εμφανίζονται, οι σιωπές εξομολογούνται σαφώς περισσότερα από τους λακωνικούς διαλόγους.
Η συσσωρευμένη ένταση του κεντρικού ήρωα διαφαίνεται εξαρχής (και διαρκώς) σαν απειλή, μέχρι το σημείο που η απειλή γίνεται πράξη και το ψυχολογικό δράμα μετασχηματίζεται (έστω και προσωρινά) σε θρίλερ. Ωστόσο, η κύρια εστίαση της ταινίας δεν ξεφεύγει ποτέ από τη θεματική του ανεξομολόγητου θρήνου και των καταπιεσμένων συναισθημάτων που αρκούν ώστε να καταστρέψουν έναν άνθρωπο και τον περίγυρό του. Ο μεγαλύτερος star της Ισλανδίας (και συχνός καρατερίστας σε χολιγουντιανές παραγωγές), Ίνγκβαρ Σίγκουρδσον, ερμηνεύει ιδανικά τον βασανισμένο κεντρικό χαρακτήρα, εναλλάσσοντας πειστικά τις ψυχολογικές μεταλλάξεις του Ίνγκιμουντουρ, από θέρμη και χιούμορ με τη μικρή του εγγονή σε προφανές αλλά καταπιεσμένο πένθος για την απώλεια, και μετέπειτα σε ανεξέλεγκτη, σχεδόν ζωώδη οργή κι εκδικητικότητα απέναντι στην υποτιθέμενη «προδοσία». Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η διάκρισή του με το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στην Εβδομάδα Κριτικής του περσινού Φεστιβάλ Καννών.
Η κινηματογραφική παραγωγή της Ισλανδίας είναι, δικαιολογημένα, περιορισμένη αριθμητικά και οικονομικά, οπότε και η «εξαγωγή» ενός τόσο ιδιαίτερου σκηνοθέτη όσο ο Πάλμασον αποτελεί μία ενδιαφέρουσα πρόταση, ειδικότερα για τους λάτρεις του πιο «φεστιβαλικού» art-house σινεμά.