FreeCinema

Follow us

ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΒΟΜΒΑΗ (2019)

(HOTEL MUMBAI)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντονι Μάρας
  • ΚΑΣΤ: Ντεβ Πατέλ, Άρμι Χάμερ, Ναζανίν Μπονιάντι, Ανουπάμ Κερ, Τίλντα Κόμπαμ-Χέρβεϊ, Τζέισον Άιζακς, Αμαντίπ Σινγκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

26 Νοεμβρίου 2008. Κύμα αλλεπάλληλων τρομοκρατικών επιθέσεων σαρώνει τη Βομβάη. Το υπερπολυτελές σύμβολο της πόλης, το ξενοδοχείο Taj, βρίσκεται στο επίκεντρο του δράματος. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.

Περισσότεροι από 170 νεκροί και 300 τραυματίες ήταν ο απολογισμός της ένοπλης τρομοκρατικής επίθεσης του 2008 στη Βομβάη, όταν δέκα μέλη της ισλαμικής οργάνωσης Lashkar-e-Taiba άνοιξαν τυφλό πυρ σε διάφορα σημεία της πόλης, μεταξύ των οποίων ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός και το κτήριο της εβραϊκής κοινότητας. Στη μνήμη του κόσμου, όμως, χαράχτηκε περισσότερο η εισβολή και η επακόλουθη σφαγή στο ξενοδοχείο Taj Mahal Palace, στους χώρους του οποίου προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο έντρομοι πολίτες, με το προσωπικό του ξενοδοχείου να δείχνει γενναιότητα παρέχοντας πολύτιμη βοήθεια στους φιλοξενούμενούς του.

Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός σκηνοθέτης Άντονι Μάρας επιλέγει για το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους να δραματοποιήσει τα γεγονότα εκείνης της ημέρας (το μπαράζ των επιθέσεων διήρκησε στην πραγματικότητα τρία ολόκληρα εικοσιτετράωρα), επικεντρώνοντας σχεδόν αποκλειστικά στο περίφημο ξενοδοχείο, οι οριοθετημένοι χώροι του οποίου ενδείκνυνται για κλειστοφοβικά φιλμ περιπέτειας και δράσης. Από την άλλη, οι πλούσιοι Δυτικοί πελάτες του Taj (ένας λόγος για τον οποίο πιθανότατα επιλέχτηκε ως στόχος από τους τρομοκράτες) συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου για την παραγωγή, αφού ένα αναγνωρίσιμο διεθνές καστ είναι πάντα πιο καλοδεχούμενο για τις εμπορικές βλέψεις ενός φιλμ, ενώ στρώνουν παράλληλα με ευκολία το χαλί για την αναπαράσταση της «σύγκρουσης» ανάμεσα σε Ισλάμ και Δύση. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, όλα αυτά μένουν ως προθέσεις, μιας και στο πανί ελάχιστα λειτουργούν.

Η αφήγηση ξεκινά με έναν τυπικά προβλεπόμενο τρόπο, καθώς ο Μάρας και ο σεναριογράφος του Τζον Κόλι συστήνουν τα κύρια πρόσωπα του δράματος γύρω από τα οποία θα εξελιχθεί το στόρι και τα οποία κατηγοριοποιούνται στο υπαλληλικό προσωπικό του ξενοδοχείου, τους πελάτες του και φυσικά τους τρομοκράτες. Με τη χρήση του παράλληλου μοντάζ βλέπουμε την ένοπλη ομάδα να αποβιβάζεται στη Βομβάη διά του ποταμού της πόλης, έχοντας διαρκή επικοινωνία με τον άγνωστο ενορχηστρωτή της επιχείρησης, πλούσιο νιόπαντρο αμερικανοϊνδικό ζευγάρι με νεογέννητο μωρό και Αγγλίδα νταντά να κάνει check-in, Ρώσο ολιγάρχη σε ένα από τα πολυτελή lobby να ψάχνει γυναίκες της αρεσκείας του για την προσωπική του διασκέδαση, αλλά και φτωχό Ινδό πατέρα ενός παιδιού και με εκ νέου εγκυμονούσα σύζυγο να δέχεται τις αυστηρές παρατηρήσεις τού chef του Taj για την ατημέλητη εμφάνισή του.

Ακολουθώντας μια σχεδόν ντοκιμενταρίστικη καταγραφή της σφαγής, η οποία εμπλουτίζεται κάθε τόσο από ένθετα μελοδραματικά subplots που αφορούν τις ζωές των βασικών ηρώων και την αγωνία των οικείων για την τύχη τους, ο Μάρας πετυχαίνει μια βάναυση αναπαράσταση της επίθεσης, επιδεικνύοντας την άγρια δολοφονική ωμότητα που απλώνεται στις δύο ώρες διάρκειας. Σε οτιδήποτε άλλο πέραν τούτου, όμως, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η ταινία του στερείται προσωπικής άποψης, αρκούμενη σε μια απλή παρατήρηση των γεγονότων, αρνούμενη να πάρει θέση ή να ρίξει ένα κάποιο φως στο κοινωνικοπολιτικό background είτε των ένοπλων είτε των εγκεφάλων της επιχείρησης, με τα βέλη της κριτικής να πιάνουν ξώφαλτσα (και στο ελάχιστο μονάχα) την αδυναμία του ινδικού κράτους να στείλει άμεσα στη Βομβάη ειδικές αστυνομικές δυνάμεις, αφήνοντας την πόλη στο έλεος των όπλων. Προσπαθώντας να παρουσιάσει τους ισλαμιστές τρομοκράτες με μια ενίοτε παιδιάστικη αφέλεια, αυτό που καταφέρνει είναι να τους περιφέρει σαν ψυχρούς κι αδίστακτους στα δολοφονικά τους «καθήκοντα» μεν, καρικατούρες δε, με τον ενίοτε μπουφόνικο τρόπο με τον οποίο υποδύονται τους ρόλους τους οι ηθοποιοί να μην ταιριάζει καθόλου με το ύφος του φιλμ.

Απέχει παρασάγγας δηλαδή η «Επίθεση στην Βομβάη» από μια αντίστοιχη ταινία αποτύπωσης ενός εγκληματικού γεγονότος όπως η «Ματωμένη Κυριακή» (2002) του Πολ Γκρίνγκρας, καθώς εδώ όχι μόνο απουσιάζει η βιρτουοζιτέ της κάμερας του Άγγλου σκηνοθέτη και η κατά το δυνατόν ανάλυση του ιστορικού πλαισίου της εποχής που στάθηκε ως αιτία εκείνων των αιματηρών γεγονότων, αλλά ακόμη χειρότερα ο Αυστραλός auteur αδυνατεί να φτιάξει έναν έστω χαρακτήρα για τον οποίο ο θεατής θα μπορεί να νοιαστεί στ’ αλήθεια για την τύχη του. Ποντάρει αρχικά στο δίπολο φτωχοί – πλούσιοι αντιπαραβάλλοντας την πενία (στα όρια της απελπισίας) του χαρακτήρα του Ντεβ Πατέλ με τη χλιδή του Taj, όπου η ανησυχία του maître έγκειται στο αν… το νερό της μπανιέρας στη σουίτα βρίσκεται στην κατάλληλη θερμοκρασία, στοχεύοντας στο αίσθημα της ενοχής του θεατή. Στη συνέχεια, εξαίρει το φιλότιμο και τη γενναιοψυχία των υπαλλήλων του ξενοδοχείου που με άτυπο αρχηγό τους τον τυπολάτρη αρχιμάγειρα μένουν πιστοί στο σύνθημα «ο πελάτης πάνω απ’ όλα» , αποφασίζοντας να μείνουν στις θέσεις τους αν και είχαν τη δυνατότητα διαφυγής, θέλοντας να βοηθήσουν όσους και όσο μπορούν. Υπολείπονται, όμως, σε πάθος των επιβατών της «Πτήσης 93» (2006), που είχε γυρίσει ο ειδικευμένος σε τέτοιου είδους θέματα Γκρίνγκρας (ο οποίος μάλιστα πέρσι επανήλθε σε ανάλογους προβληματισμούς με το «22 July», που αφορά την ένοπλη επίθεση του ακροδεξιού Άντερς Μπρέιβικ σε κατασκήνωση στη Νορβηγία), καθώς οι αντιδράσεις και οι φιλονικίες τους είναι χαρακτηριστικά άνευρες.

Οι επιμέρους βινιέτες που έχουν να κάνουν με την προσπάθεια των παγιδευμένων πελατών να σώσουν τις ζωές τους χάνονται στις αμέτρητες και επαναλαμβανόμενες εν ψυχρώ δολοφονίες, στερούμενες κάθε ίχνους σασπένς και αγωνίας, κάνοντας έτσι τη «Μέρα των Ηρώων» (2016) του Πίτερ Μπεργκ να μοιάζει με υπόδειγμα θριλερικής περιπέτειας βασισμένης σε αληθινά γεγονότα. Ο χαρακτήρας του Ρώσου μισογύνη λεφτά με το σκοτεινό παρελθόν και το χριστιανικό σταυρουδάκι στον λαιμό λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο ως καθρέφτης της δυτικής ενοχής μπροστά στο φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας, με έναν τρόπο όμως εντελώς γραφικό. Οι σκηνές με την νταντά και το νεογέννητο εκβιάζουν το συναίσθημα, οι δε ηρωισμοί του Αμερικανού αρχιτέκτονα του Άρμι Χάμερ που προσπαθεί να σώσει την οικογένειά του δεν εξελίσσονται μεν σε κάτι του στυλ «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» (1988), κινούμενες σε ένα σταθερά light επίπεδο, ακόμα κι έτσι όμως ουδόλως πείθουν για την αληθοφάνειά τους. Κοντά σε όλα αυτά βάλτε και τη σχηματική όσο δεν πάει σκιαγράφηση των νεαρών τρομοκρατών (που αντιγράφει ανέμπνευστα τα χολιγουντιανού τύπου στερεοτυπικά ισλαμοφοβικά πρότυπα), καθώς και της πανταχού από κινητού τηλεφώνου παρούσας καθοδηγητικής φωνής με το κωδικό όνομα «Ταύρος», και στην τελική δεν αποτελεί καμία έκπληξη το ότι αυτή η «Επίθεση» ρίχνει άσφαιρα πυρά στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς της.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ακόμα ένας κρίκος στη μακρά αλυσίδα των ταινιών που (ειδικά από την περίοδο του 9/11 κι έπειτα) καταπιάνονται σταθερά με τη δραματοποίηση πάσης φύσεως τρομοκρατικών επιθέσεων και καταστροφών. Τούτη στέκει ως μία από τις χειρότερες, καθώς η ρηχότητά της είναι τέτοια που δεν δύναται να προσφέρει έστω το ελάχιστο ως ιστορικό δράμα, αλλά ούτε κι ως περιπέτεια δράσης λειτουργεί μιας κι επί δύο ώρες συμβαίνει… το ίδιο πράγμα. Πυροβολισμοί, εκτελέσεις, κλάματα και πάλι απ’ την αρχή, χωρίς ίχνος κινηματογραφικών κανόνων του είδους. Απευθύνεται στο κοινό των multiplex, αλλά χωρίς κάποιο βαρβάτο όνομα στο καστ και με την ντόπια ινδική διάλεκτο punjabi να ακούγεται συχνά-πυκνά, δύσκολα θα βρει κοινό ακόμα κι εκεί.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.