FreeCinema

Follow us

ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ (2013)

(HOMEFRONT)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάρι Φλέντερ
  • ΚΑΣΤ: Τζέισον Στέιθαμ, Τζέιμς Φράνκο, Ιζαμπέλα Βίντοβιτς, Γουαϊνόνα Ράιντερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Πρώην μυστικός πράκτορας της Δίωξης Ναρκωτικών, πρόσφατα χήρος, μετακομίζει σε ήσυχη πόλη του αμερικάνικου Νότου, για να εξασφαλίσει μια καλύτερη, πιο ήσυχη ζωή για την 9χρονη κόρη του. Ένας σχολικός μικροκαυγάς, όμως, γνωστοποιεί αναπάντεχα την ταυτότητά του στον άρχοντα των ναρκωτικών τής περιοχής και το παρελθόν του έρχεται να τον στοιχειώσει…

Δε μου αρέσουν οι ταμπέλες, ούτε οι διακρίσεις. Βγάζω, όμως, καντήλες με κάθε είδους ανισότητα, ή το λεγόμενο «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Έτσι, δεν ανέχομαι μεν τον υποτιμητικό, κοροϊδευτικό όρο «chick-flick», που έχει καταχωρισθεί για τα καλά στο λεξιλόγιο της δυτικής κουλτούρας, καθώς και όλα τα χλευαστικά… εξ αμάξης που ακούνε – δικαίως και αδίκως – συστηματικά τέτοιου «είδους» ταινίες από τους κριτικούς. Δεν υποφέρω, δε, το γεγονός πως δεν έχει ακόμα επισημοποιηθεί ένας ανάλογος χαρακτηρισμός, («dick-flick» ή «cock-flick», μια χαρά μου κάνουν), για φιλμικά… ανοσιουργήματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο αρσενικό κοινό και συνήθως αντιμετωπίζονται με εξόφθαλμα πιο μεγάλη, κριτική επιείκεια.

Για παράδειγμα, «ποιος θα έρθει να δει αυτή την ταινία, μωρέ; Είναι μόνο για γυναίκες. Ούτε ενδιαφέρει, ούτε πρόκειται να συγκινήσει κανέναν άλλο», ήταν κάποια από τα περιφρονητικά σχόλια που ακούστηκαν μετά τη δημοσιογραφική προβολή του «Όσα Φέρνει ο Χρόνος» του Ρίτσαρντ Κέρτις, που – τι ειρωνεία! – στον πυρήνα του είναι μια θαυμάσια πειραγμένη καταγραφή μιας οικείας σχέσης πατέρα – γιου. «Πολύ διασκέδασα με το κλωτσομπουνίδι. Όποιος έχει απαιτήσεις για σενάριο, χάνει το νόημα. Ναι! Ήταν πιο δυνατό και από καφέ!», ακούστηκαν (σε μικρή παράφραση), αντίστοιχα, μετά την προβολή αυτού του «Απρόσκλητου Επισκέπτη», που θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει ορισμό τού τι εστί, παραδοσιακά, «cock-flick».

Ναι! Αυτό το δεξιοτεχνικά, ατμοσφαιρικά σκηνοθετημένο, τελευταίο πόνημα του Φλέντερ («Οι Ένορκοι») δεν καλλωπίζει τη βία. Κάθε θόρυβος και κάθε πόνος στην εξέλιξή της, όταν δύο ανθρώπινα κορμιά συγκρούονται, καθώς και οι πληγές και το αίμα που έχει σαν αποτέλεσμα, είναι παρόντα στην οθόνη και στον ήχο της. Εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος εγκράτειας: αφενός δεν απευθύνεται βασικά σε ανήλικους, και αφετέρου είναι γνωστό πως η αμερικάνικη επιτροπή υποκρισίας (ε… συγγνώμη, λογοκρισίας) ελάχιστο πρόβλημα έχει με τη βία (πες τα, Έβαν!).

Ναι! Όπως και τα «chick-flicks», αυτό το «cock-flick» δε φέρει ίχνος απέχθειας ή μίσους προς το αντίθετο φύλο. Κάθε άλλο. Αντιμετωπίζει τις γυναίκες του με ιδιαίτερη συμπάθεια και κατανόηση: από την υπερβολικά καλοπροαίρετη σχολική ψυχολόγο, Σούζαν (Ρέιτσελ Λεφέβρ) και την κακοποιημένη από τον αδελφό και απροστάτευτη από τον άβουλο άνδρα της, Κάσι (της αναπάντεχα εύστοχης, ταιριαστά ξερακιανής, Κέιτ Μπόσγουορθ), μέχρι και τη δέσμια στις κακές επιλογές και το κτηνώδες αφεντικό της, Σέριλ (Ράιντερ), όλες τους αποκτούν μια κάποια στοιχειώδη υπόσταση, κίνητρα και χαρακτήρα. Το μεγαλύτερο κέρδος τού φιλμ, όμως, είναι η σχέση τού σκληροτράχηλου, πρώην πράκτορα, Φιλ (Στέιθαμ) με την κόρη του, Μάντι (Βίντοβιτς), που είναι δεόντως τρυφερή, αλλά προκύπτει και διακριτικός μεν, ουσιαστικός δε υπέρμαχος της ισότιμης, άνευ προκαταλήψεων αντιμετώπισης / ανατροφής αγοριών και κοριτσιών: από τις πρώτες σκηνές καταλαβαίνεις πως και τα κορίτσια χρειάζεται να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και να μάθουν τρόπους να αντιστέκονται στους νταήδες τού σχολείου (και όχι μόνο), υπερασπιζόμενα μόνα τον εαυτό τους, μην περιμένοντας σωτηρία από παραμυθένιους ιππότες.

Και… ναι! Η Μπόσγουορθ δεν είναι η μόνη ερμηνευτική έκπληξη που θα βρεις εδώ. Η σχεδόν αγνώριστη Ράιντερ καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να τιθασεύσει τη γνώριμη μανιέρα και τα χαρακτηριστικά, νευρικά τικ της. Ταυτόχρονα, ακόμα και ο Στέιθαμ αποδεικνύεται ικανός για ανθρώπινες, γήινες… διαστάσεις, παρά το γεγονός πως και αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι, τρώνε τη σκόνη τού Φράνκο. Στο ρόλο τού φιλόδοξου, αλλά ουχί ιδιαίτερα ξύπνιου, ντόπιου, μικρομεσαίου άρχοντα ναρκωτικών, «Γκέιτορ», ο τελευταίος, χωρίς ίχνος αμηχανίας (του στιλ «τι κάνω εγώ εδώ;»), λύνει και δένει απολαυστικά.

Γιατί, λοιπόν, γκρινιάζω; Γιατί τα λάθη και οι αφέλειες του σεναρίου βγάζουν μάτι! Και ακυρώνουν όλα τα παραπάνω. Γραμμένο από τον… σεσημασμένο για τις μεσσιανικές του εμμονές, Σιλβέστερ Σταλόνε, βάσει τού ομότιτλου μυθιστορήματος του Τσακ Λόγκαν (που πολύ αμφιβάλλω πως εξελίσσεται ανάλογα με την επί της οθόνης διασκευής του), έχει μόνο ένα σκοπό: να οδηγήσει σε μια τελική αναμέτρηση / κλιμάκωση της βίας, όπου ο (ακατανίκητος) Φιλ θα αποδείξει μια και καλή πως όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει. Για να το πετύχει αυτό, εκβιαστικά, και πάση θυσία, καταπατά κάθε κανόνα λογικής και ρεαλισμού.

Πες μου εσύ, πώς είναι δυνατόν ένας πρώην μυστικός πράκτορας, που θέλει να προστατέψει την κόρη του, ενώ γνωρίζει πως είναι επικηρυγμένος από εξαιρετικά επικίνδυνη συμμορία και πως στη high-tech εποχή μας ακόμα και οι τοίχοι έχουν αυτιά, παραπετάει άτσαλα τους φακέλους με τα απόρρητα έγγραφα που αποδεικνύουν την πραγματική του ταυτότητα, σε χαρτόκουτα, στο – μπάτε σκύλοι, αλέστε – αφύλακτο υπόγειο του σπιτιού του; Και πώς ενώ ακούει επανειλημμένως συμβουλές να μην τραβά την προσοχή (κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει από μόνος του, βέβαια), δίνοντας τόπο στην οργή, κάνει το εντελώς αντίθετο, επιδεικνύοντας τις ασύλληπτα μοναδικές, σχεδόν εξωπραγματικές ικανότητές του στο κλωτσομπουνίδι (έξω από το σχολείο, αντιμέτωπος με τον μπαμπά τού νταή που τα έβαλε με την κόρη του, και στο βενζινάδικο, κόντρα στα τρία τσιράκια τού «Γκέιτορ»); Ε, πώς;

Πιθανές απαντήσεις είναι οι εξής: α) είναι ανόητος και δε σκέφτεται όλα τα ενδεχόμενα – πιθανότητα, όμως, που δε συνάδει με την προηγούμενη, λεπτών ισορροπιών επαγγελματική του ιδιότητα, που απαιτεί αναλυτικό, σε διαρκή εγρήγορση μυαλό, β) λειτουργεί από ένστικτο, πέραν της λογικής – κάτι που επίσης δεν μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό ενός πρώην μυστικού πράκτορα ο οποίος πρέπει να διαχειριστεί επικίνδυνα μυστικά και δύο διαφορετικές ταυτότητες, γ) απλά πιστεύει τόσο ακράδαντα στις αλεξίσφαιρες, υπερ-ηρωικές ικανότητές του, που ξέρει πως ό,τι βλακεία κι αν κάνει, τελικά θα τη βγάλει καθαρή, και αυτός και η κόρη του. Η απάντηση είναι σαφώς και προφανώς (στο τέλος) το γ). Και αυτό παίρνοντας τον εαυτό του εντελώς στα σοβαρά. Χωρίς ίχνος χιούμορ, (αυτο)σαρκασμού ή διάθεσης για χαβαλέ (σαν τους επίσης σταλονικούς «Αναλώσιμους 2» ή ακόμα καλύτερα το λατρεμένο, καθαρόαιμα διασκεδαστικό, εν δυνάμει «cock flick», τραγικά επίκαιρο αυτές τις μέρες franchise τού «Fast & Furious». Αχ, βρε Πολ, πολύ θα μας λείψεις…). Ε, λοιπόν, όχι! Αυτός ο «Απρόσκλητος Επισκέπτης» δεν είναι ούτε «διασκεδαστικό κλωτσομπουνίδι», ούτε «πιο δυνατός από καφέ». Είναι μια ανυπόφορα… ντεκαφεΐνέ, μάτσο μπουρδολογία, κατά την οποία ακόμα και η βία χάνει το νόημά της.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν μπορείς να απενεργοποιήσεις και λογική και συναίσθημα, για να χαζέψεις μια σειρά από βαρύγδουπες ανταλλαγές μπουνιών, κλωτσιών και σφαιρών, άνευ αιτιών ή λόγου ύπαρξης, ίσως. Διαφορετικά, ούτε απ’ έξω.


MORE REVIEWS

ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ 2024

Για 30η χρονιά, το καθιερωμένο ραντεβού των Αθηναίων που θέλουν να γιορτάζουν την αγάπη τους για το σινεμά δίνεται και πάλι σε τούτη την πόλη, από τις 2 έως και τις 14 Οκτωβρίου, με εκατοντάδες ταινίες απ’ όλο τον κόσμο, στις κινηματογραφικές αίθουσες ΑΣΤΟΡ, ΑΣΤΥ, ΔΑΝΑΟΣ και CINOBO ΟΠΕΡΑ. Έτοιμοι για Νύχτες Πρεμιέρας;

JOKER: ΤΡΕΛΑ ΓΙΑ ΔΥΟ

Ο κρατούμενος σε άσυλο Άρθουρ Φλεκ βρίσκεται εν αναμονή της δίκης για τα εγκλήματά του ως Joker. Παλεύοντας ν’ ανακαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, ανάμεσα στη μιζέρια της αληθινής ζωής και τη φαντασία του ήρωα που κινδυνεύει να οδηγηθεί στην ηλεκτρική καρέκλα, θα σκοντάψει πάνω σε κάτι τρελά απρόσμενο: θ’ αγαπηθεί! Και θα το ανταποδώσει.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΙΝΓΚ ΣΙΝΓΚ

Εκτίοντας την ποινή του για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ποτέ, ο Divine G αγωνίζεται να βρει το κουράγιο και να συνεχίσει να ζει την κάθε επόμενη μέρα στις φυλακές του Σινγκ Σινγκ, με κύριο εφόδιο υποστήριξης μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα στην οποία συμμετέχει. Βασισμένη σε αληθινή ιστορία.

ΜΠΑΝΕΛ & ΑΝΤΑΜΑ

Ο Άνταμα προοιωνίζεται για αρχηγός του χωριού του, αλλά εκείνος αγαπά την Μπανέλ και θέλει να ζήσει μαζί της μακριά. Οι σεναγαλέζικες παραδόσεις, εν τούτοις, ενέχουν κινδύνους για τους παραβάτες.

SLOW

Ο Ντοβίντας συναντά την Ελένα. Η αγάπη με την πρώτη ματιά πλανάται στον αέρα. Εκείνος, όμως, της ξεκαθαρίζει ορθά κοφτά πως είναι… ασεξουαλικός! Θα το πάνε… αργά;