ΧΙΡΟΣΙΜΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ (1959)
(HIROSHIMA MON AMOUR)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέν Ρενέ
- ΚΑΣΤ: Εμανουέλ Ριβά, Έιτζι Οκάντα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Εκείνη είναι μια ηθοποιός που γυρίζει στη Χιροσίμα μία ταινία για την ειρήνη, Εκείνος είναι ένας αρχιτέκτονας που, ενώ πολεμούσε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έζησε την τραγωδία στην ίδια πόλη μέσα από τα μάτια της οικογένειάς του. Αυτή είναι η σύντομη ερωτική τους συνάντηση. Αυτή είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη σύντομη ερωτική τους συνάντηση.
Το «Χιροσίμα Αγάπη Μου» ξεκινά και τελειώνει ουσιαστικά με μια περιπλάνηση. Μόνο που στην αρχή, το φιλμ αντιμετωπίζει τη Χιροσίμα όπως θα έκανε ένα τυπικό ντοκιμαντέρ το οποίο θα επένδυε στην ιστορία της πόλης, την τραγωδία της, την παύση της στον χρόνο και τη δραματική κληρονομιά που άφησε στις επόμενες γενιές, χρησιμοποιώντας εξαιρετικό οπτικό υλικό που κάνει καίριες παρατηρήσεις υπό τη συνοδεία του απαραίτητου επεξηγηματικού μονολόγου (ο σύγχρονος εκπαιδευμένος θεατής θα διακρίνει, ωστόσο, ήδη τα πρώτα δείγματα της ενδοσκοπικής ικανότητα που επέδειξε ο σκηνοθέτης και στις μετέπειτα δουλειές του), για να αλλάξει δρόμο στην πορεία και να την αποθεώσει, τελικά, ως μια ξεχωριστή μορφή που κουβαλά όλα όσα θέλει να διατηρήσει (ή μήπως να ξεχάσει;) η ίδια η πρωταγωνίστρια της ταινίας.
Καταφεύγοντας στην τεχνική που τελειοποίησε στο «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», ο Ρενέ χρησιμοποιεί την επανάληψη και την επιστροφή στα ίδια μοτίβα για να ψάξει και να ανακαλύψει την αλήθεια, άλλοτε με μικρές παραλλαγές, άλλοτε με αντιφάσεις (όπως τις συνεχείς αλλαγές επιθυμίας Εκείνης να μείνει / να φύγει, να θυμηθεί / να ξεχάσει), χωρίς να βασίζεται τόσο στα ίδια τα γεγονότα όσο στον αντίκτυπο που αυτά αφήνουν. Οι επαναλήψεις αυτές δεν αφορούν μόνο τους διαλόγους αλλά επεκτείνονται και στις ατομικές ιστορίες των χαρακτήρων και, ακόμη ευρύτερα, στη μοίρα και τη συλλογική ιστορία. Ακριβώς όπως ο νέος απαγορευμένος έρωτας προκαλεί την επιστροφή από το παρελθόν της αντίστοιχης ανάμνησης, Εκείνη φαίνεται πεπεισμένη ότι η καταστροφική ιστορία τής Χιροσίμα είναι καταδικασμένη να συμβεί και πάλι από την αρχή, ίσως κάποτε στο μέλλον, ίσως σε κάποια άλλη πόλη, όμως με μαθηματική, τραγική σιγουριά και ακρίβεια. Ακόμα και το τέλος της ταινίας είναι ουσιαστικά μια σύσταση, όπως στην αρχή. Μόνο που οι ήρωες δεν είναι πια ανώνυμοι, φέρουν πια το όνομα της πόλης τους και μαζί το βάρος όχι μόνο μιας ιστορίας αλλά μιας επαναλαμβανόμενης, οικουμενικής αλήθειας.
Κι αν το παρελθόν (κυρίως) Εκείνης είναι βουτηγμένο στο δράμα (ή μήπως αυτό οφείλεται στη δραματική αποτύπωση της μνήμης ενός ηθοποιού), το παρόν χαρακτηρίζεται από την αρχιτεκτονική ισχύ της Χιροσίμα και των ερειπίων της (πόσο τυχαίο είναι που Εκείνος που αποδέχεται το όνομα της Χιροσίμα στις πλάτες του είναι αρχιτέκτονας;). Η παρατήρηση της κατεστραμμένης από τον πρόσφατο πόλεμο πόλης αποτελεί, ουσιαστικά, το θεμέλιο μιας μεταφυσικής σχεδόν ερωτικής ιστορίας, όπου το τώρα μετατρέπεται στο φάντασμα του παρελθόντος. Επιπλέον, ο Ρενέ αφήνει και μια στιλιστική υπόνοια φιλμ νουάρ, βάζοντας τους ήρωές του να περπατούν σε ένα νυχτερινό τοπίο που κάνει θαύματα με τις σκιές και τις γωνίες και αφήνοντάς τους να διηγηθούν την ιστορία τους σε παραποτάμια bar, με τα νερά να κάνουν συνεχείς αντανακλάσεις πάνω στα πρόσωπά τους (ακριβώς όπως συμβαίνει και στην αρχή της ταινίας, με τα μπλεγμένα, ιδρωμένα σώματά τους).
Κατά μία έννοια, η πόλη προσφέρει την είσοδο στον εσωτερικό κόσμο Εκείνου κι Εκείνης και, ταυτόχρονα, τη μοναδική τους έξοδο από αυτόν. Η Εμανουέλ Ριβά, την οποία το σύγχρονο κοινό θα θυμάται ως όνομα από την «Αγάπη» του Χάνεκε αλλά δύσκολα θα την αναγνωρίσει μέσα στην ομορφιά τής νιότης της, αποτελεί το κατάλληλο όχημα για να μεταφερθεί αυτούσιο στον θεατή όλο αυτό το αμάλγαμα θεματικών και αφηγηματικών ιστών. Ο άνδρας τού Έιτζι Οκάντα παραμένει μεγαλύτερο μυστήριο σε ολόκληρη την ιστορία, όμως, ακριβώς όπως και η πόλη, αποτελεί την αφορμή για να εξεταστεί το πραγματικό εύρος ενός τραύματος και να εξερευνηθεί η ικανότητα της πορείας προς το μέλλον.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά, η αφηγηματική γλώσσα του Ρενέ παραμένει μοναδική, ξεχωριστή, ίσως όχι πάντα κατανοητή αλλά σίγουρα καινοτόμα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ίδια η ταινία είναι η απάντηση του σκηνοθέτη στη δήλωση Εκείνης ότι «τι άλλο μπορεί να γυρίσει κανείς στη Χιροσίμα εκτός από μια ταινία για την ειρήνη;» Το «Χιροσίμα Αγάπη μου» είναι μια ταινία για το παρελθόν και το παρόν, τη μνήμη και το γεγονός, την πραγματικότητα και την επιθυμία, το τραύμα και τις πληγές, τη θολή προσωπικότητα Εκείνης και το ίδιο το πρόσωπο της πόλης. Στο τέλος, δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει αν οι πληγές των θυμάτων τής Χιροσίμα είναι κρισιμότερες από αυτές που προφανώς φέρει μέσα της η ηρωίδα ή αν το τραύμα είναι δυνατόν ποτέ να επουλωθεί, όμως μια καινούργια οπτική έχει ήδη γεννηθεί. Και για αυτό, η «Χιροσίμα» θα παραμένει για πάντα μια ξεχωριστή «αγάπη», όχι μόνο για εκείνους αλλά και για εμάς.