ΥΨΗΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (1956)
(HIGH SOCIETY)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσική Ρομαντική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαρλς Γουόλτερς
- ΚΑΣΤ: Μπινγκ Κρόσμπι, Γκρέις Κέλι, Φρανκ Σινάτρα, Σελέστ Χολμ, Τζον Λουντ, Λούις Κάλχερν, Σίντνεϊ Μπλάκμερ, Λούις Άρμστρονγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: REPERTORY
Κυρία της υψηλής κοινωνίας που ετοιμάζεται να νυμφευθεί, δέχεται την ξαφνική επίσκεψη του πρώην συζύγου της και δύο δημοσιογράφων κουτσομπολίστικου περιοδικού, οι οποίοι ίσως της ανατρέψουν τα σχέδια στο διάστημα 48 ωρών, βοηθώντας την να συνειδητοποιήσει ποια είναι και ποιον αγαπά πραγματικά.
Τα χολιγουντιανά remake είναι μια πολύ παλιά υπόθεση! Εδώ μας απασχολεί το (πλέον χρήσιμο για να γίνουν κατανοητά τα αίτια) παράδειγμα της «Υψηλής Κοινωνίας», όπου το studio της MGM έριξε μια ματιά στα «ράφια» του σπουδαίου library του και θυμήθηκε τα «Κοινωνικά Σκάνδαλα» (The Philadelphia Story) του 1940, μία από τις πιο θαυμαστές ρομαντικές κωμωδίες εκείνης της περιόδου, σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Κιούκορ.
Για το κοινό στα μέσα της δεκαετίας του ’50, λοιπόν, το οσκαρικό original (με νίκες στην κατηγορία του καλύτερου σεναρίου και του πρώτου ανδρικού ρόλου για τον Τζέιμς Στιούαρτ) σήκωνε ένα upgrade λουσάτης λαμπρότητας, έως και… μουσικότητας. Όσον αφορά στο πρώτο, το φιλμ του Τσαρλς Γουόλτερς αποκτούσε Technicolor τετραχρωμία και πιο πλούσιες, VistaVision διαστάσεις κάδρου. Μαζί κι ένα καστ κανονικό… βαρύ πυροβολικό αστέρων, με τον Μπινγκ Κρόσμπι στον ρόλο του Κάρι Γκραντ, την Γκρέις Κέλι στον ρόλο της Κάθριν Χέπμπορν και τον Φρανκ Σινάτρα στον ρόλο του Στιούαρτ. Οι δύο άνδρες, με καριέρα και στο τραγούδι, έδιναν το «άλλοθι» να προστεθούν στο φιλμ του 1956 και τραγούδια, ώστε να το μετατρέψουν σε πραγματικό «μαγνήτη» ψυχαγωγίας για τις μάζες. Και τι τραγούδια! Μερικές από τις ήδη πιο γνωστές επιτυχίες του Κόουλ Πόρτερ και μια πρωτότυπη μπαλάντα που και προτάθηκε για Όσκαρ (αλλά έχασε από μέγα σουξέ το οποίο ακουγόταν σε άλλο στουντιακό… remake της ίδιας χρονιάς!) και σάρωσε τις πλατίνες σε πωλήσεις. Έτσι, η «Υψηλή Κοινωνία» παρέδωσε μαθήματα κινηματογραφικής… αναβάθμισης, με γνώμονα τους κανόνες του box-office και της ζήτησης μιας άλλης εποχής, δίχως να κατεβάζει τον πήχη της ποιότητας στο τελικό προϊόν, το οποίο όφειλε να ανταγωνιστεί δυναμικά (και) την διαρκώς αυξανόμενη διάδοση των έγχρωμων τηλεοράσεων. Ήταν μία επίθεση του Χόλιγουντ απέναντι στο home entertainment!
Η ταινία υποδέχεται glamour-άτα τους θεατές με μια σχεδόν πεντάλεπτη ορχηστρική overture που τους συνοδεύει μέχρι να καθίσουν στις θέσεις τους και δίνει jazzy ρυθμό στο calypso ομώνυμο άσμα το οποίο ερμηνεύει ο Λούις Άρμστρονγκ με τους μουσικούς του. Στην έπαυλη, όπου θα εξελιχθεί η δράση της «Υψηλής Κοινωνίας», πρόκειται να τελεστεί ένας γάμος που… ίσως ανατραπεί από την παρουσία του πρώην συζύγου της νύφης και δύο media-δων από κουτσομπολίστικο έντυπο που εκβιαστικά μπήκαν εκεί ώστε το αφεντικό τους να μη βγάλει στη φόρα τ’ άπλυτα του πατέρα εκείνης. Το ρομαντικό στοιχείο θ’ αποκτήσει… κάμποσα σχήματα, μέχρι να καταλήξουμε στο ευτυχές φινάλε με… κάμποσα στέφανα!
Ο χαρακτήρας του πρώην συζύγου εδώ έχει γίνει αστέρας του πενταγράμμου, επιτρέποντας στον Κρόσμπι να στήσει μερικά αξιομνημόνευτα ντουέτα με τους συμπρωταγωνιστές του, δίχως το φιλμ να έχει σκηνοθετηθεί με τη λογική ενός παραδοσιακού μιούζικαλ, καθώς απέχουν πλήρως τα χορευτικά νούμερα και τα τραγούδια λειτουργούν ως υπαινικτικά σχόλια ή προσφέρουν «ανάσες» ελαφρότητας στις κωμικές ριπές των διαλόγων. Ειδικά στην ερωτική καντάδα του «True Love», ακόμα και ο πιο… κυνικός μη fan του χολιγουντιανού θεάματος θα σκιρτήσει με αυτό που (αγέραστα) ο φακός και η ηχητική μπάντα έχουν καταγράψει… στον αιώνα τον άπαντα!
Η διακωμώδηση της (ελιτίστικης) κοινωνικής τάξης και της «κιτρινίλας» των ΜΜΕ γίνεται με λιγότερο επιθετικό τρόπο από το πώς είχε χειριστεί αυτά τα θέματα ο Κιούκορ, όμως, οι ερμηνείες είναι πιο down to Earth και κοντά στο ρεαλιστικό, με το πρωτοκλασάτο καστ να συνδυάζει star power με υποκριτικές ικανότητες, καθώς όλοι τους είχαν κι από ένα Όσκαρ ερμηνείας στο βιογραφικό τους, με το ζευγάρι των Κρόσμπι και Κέλι να συναντιέται ξανά μετά την τεράστια επιτυχία της δραματικής «Χωριατοπούλας» (1956). Πάνω απ’ όλα, βέβαια, τούτη εδώ είναι μια ταινία που… στρώνει χαλί στα πόδια της μέλλουσας Πριγκίπισσας του Μονακό, στον τελευταίο της κινηματογραφικό ρόλο, σε ηλικία μόλις 26 ετών. Απαστράπτουσα όσο ποτέ και με εμφάνιση – επιτομή της κομψότητας, η Κέλι αποδεικνύει με άνεση πως το είχε και ως comedienne, με συμπεριφορικές στιγμές ανθολογίας (όπως στο μεθύσι ή στην επίδειξη γαλλομάθειας).
Σίγουρα, η «Υψηλή Κοινωνία» δεν ανήκει στα (κριτικώς αποδεκτά και προσκυνητέα) αριστουργήματα του κλασικού Χόλιγουντ. Διαθέτει, όμως, μια μοναδική αύρα ψυχαγωγίας του παρελθόντος, με τρόπο τόσο elegant που μαγεύει το βλέμμα και ξυπνά μια νοσταλγία φιλμικής φροντίδας που τα studio σήμερα δεν είναι ικανά ν’ αντιγράψουν… με την καμία! Ας την ξαναζήσουμε στις μεγάλες οθόνες των θερινών σινεμά, επιτέλους!
Υ.Γ. Επειδή σε τούτη τη δουλειά ανέκαθεν με χαρακτήριζαν κάποιοι κώδικες ηθικής, δεν πρόκειται να αξιολογήσω βαθμολογικά την «Υψηλή Κοινωνία», όντας και ο διανομέας της. Είναι ένα έργο που μου αρέσει (πώς να το κρύψω;) και (προφανώς) προτείνω για ομορφότερες βραδιές εκεί έξω. Το 1956, άλλωστε, δεν θεωρώ πως ο κόσμος περίμενε να δει τα… «αστεράκια» των κριτικών για να καταλάβει που θ’ αναζητήσει κάτι το πραγματικά διασκεδαστικό στον κινηματογράφο!