HENRY FOOL (1998)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χαλ Χάρτλεϊ
- ΚΑΣΤ: Τόμας Τζέι Ράιαν, Τζέιμς Ουρμπέινιακ, Πάρκερ Πόουζι, Μαρία Πόρτερ, Κέβιν Κόριγκαν, Μίχο Νικάιντο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ART HOUSE
Ο Χαλ Χάρτλεϊ είναι και πάλι ο μεγάλος φιλόσοφος της αμερικάνικης κουλτούρας, η πένα που αντιτάσσεται στο νεο-συντηρητισμό, ο χρονογράφος των μικροαστικών «επών»…
Το μοναδικό κινηματογραφικό σύμπαν του Χαλ Χάρτλεϊ, ένας παράδοξος, «ναρκωμένος», σχεδόν ρεαλιστικός κόσμος, κάνει αυτή τη φορά την τολμηρότερη επαφή του με την πραγματικότητα, δίνοντας μία πολυδιάστατη σάτιρα που αναδεικνύει (κυρίως) το εξαιρετικό ταλέντο του δημιουργού του ως σεναριογράφου.
«Υπήρξα κακός – κατ’ εξακολούθηση», απολογείται ο Χένρι Φουλ στο φιλμ. Βιαστής ενός 13χρονου, έξω με αναστολή, φιγούρα βγαλμένη από γουέστερν, μέθυσος και διανοούμενος, ο Χένρι είναι το πρότυπο του αντι-ήρωα, με το σπάνιο χάρισμα ενός ποιητή που χειρίζεται τις λέξεις σαν μάγος. Ταυτόχρονα, όμως, κι ένας πιθανός εγκληματίας με σκοτεινό παρελθόν, που βρίσκει στέγη στο υπόγειο της οικογένειας Γκριμ, ελπίζοντας να ολοκληρώσει το πομπώδες χειρόγραφο έργο του, «Confessions». Ο Σάιμον Γκριμ, ένας δειλός, nerd σκουπιδιάρης που δουλεύει για να ζει τη νυμφομανή αδελφή του Φέι και τη μανιοκαταθλιπτική μάνα του Μαίρη, θα βρει στο πρόσωπό του τον φίλο που δεν είχε ποτέ. Η «συγκατοίκηση» θα φέρει απροσδόκητες εξελίξεις. Ο Χένρι θα φλερτάρει με μάνα και κόρη, θα προτείνει στον Σάιμον να εκφράσει τα συναισθήματά του γράφοντας και ο τελευταίος θα αναστατώσει ολόκληρη την Αμερική εκθέτοντας τα ποιήματά του στο διαδίκτυο, για να κατηγορηθεί ως πορνογράφος!
Πιστός στον αυτοσχέδιο «φορμαλισμό» που τον οδήγησε σε μία από τις πρώτες θέσεις των δημιουργών του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, ο Χάρτλεϊ διατηρεί τις εμμονές και την πρωτοτυπία του στο να στήνει σαν «θεατρίνους» τους ηθοποιούς του, αλλά και να «χορογραφεί» τις φιγούρες τους μέσα σ’ ένα καλά μελετημένο καδράρισμα. Ο προσποιητός εστετισμός του δένει και πάλι με τη βρωμιά της προαστιακής καθημερινότητας και το αποτέλεσμα μοιάζει να παντρεύει (και να εξελίσσει) το λαμπρό παρελθόν του «Trust» (1991) και του «Simple Men» (1992). Κι αν ο σκηνοθέτης Χάρτλεϊ δεν σας εκπλήσσει πια, επανεκτιμήστε έναν σεναριογράφο που τσακίζει κόκαλα με δαιμόνιους διαλόγους που μπορούν να είναι, την ίδια στιγμή, πνευματώδεις, bitchy, «εύθραυστοι» ή αντιπροσωπευτικοί της μεγαλύτερης απογοήτευσης (αυτό που άλλοι αποκαλούν… ζωή).
Η ίδια η Καμίλ Πάλια χαρακτηρίζει τον λόγο του Σάιμον ως «την πιο αυθεντικά trashy φωνή της αμερικάνικης κουλτούρας». Τη στιγμή που ο Χάρτλεϊ φλερτάρει με το «σκατολογικό» χιούμορ (επί παραδείγματι, ο α-σεξουαλικός ερεθισμός του Σάιμον, όταν ξερνάει στο γυμνά οπίσθια τις κοπέλας που ποθεί, ή το ατελείωτο, λυτρωτικό… χέσιμο του Χένρι, κάνοντας παράλληλα πρόταση γάμου!). Είναι εμφανής η απόπειρα του δημιουργού να συναντηθεί με την πραγματικότητα, να εκφράσει πολιτική και κοινωνική άποψη, προκαλώντας όσο ποτέ το «ghetto» της διανόησης, μοναδικής δύναμης αντίστασης στον πλαδαρό συντηρητισμό που διολισθαίνει, αδιαφορώντας για πνευματικές αξίες. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια (αφήστε που δεν γράφω τόσο καλά όσο ο Χάρτλεϊ…). Αυτά που πρέπει να ακούσετε για το «Henry Fool» βρίσκονται μονάχα στην ηχητική μπάντα της ταινίας και είναι τα λόγια ενός σύγχρονου μανιφέστου που δεν κοπιάρονται από τσαρλατάνους του «σκεπτόμενου» hype. Απλά, επικοινωνήστε μαζί τους, απαντώντας στο κάλεσμα της γλώσσας, κι ύστερα αφήστε τις συνέπειες της σκέψης να δράσουν. Εξαιρετικοί οι πρωτοεμφανιζόμενοι Τόμας Τζέι Ράιαν (Χένρι) και Τζέιμς Ουρμπέινιακ (Σάιμον).