ΧΑΪΝΤΙ (2015)
(HEIDI)
- ΕΙΔΟΣ: Παιδικό
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέν Γκεσπόνερ
- ΚΑΣΤ: Ανούκ Στέφεν, Μπρούνο Γκαντς, Ίζαμπελ Ότμαν, Κουίριν Αγκρίπι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ελβετικές Άλπεις, 1880’s: η χωρίς μαμά και μπαμπά, φτωχή, αγράμματη 8χρονη Χάιντι αλλάζει χέρια μεταξύ φευγάτης για δουλειά θείας, χωρίς πολλά πολλά παππού, βοσκόπουλου και του κοπαδιού του, κλεισούρας εύπορου σπιτικού ανάπηρης έφηβης στη Φρανκφούρτη. Την καρδάρα τής καρδιάς όλων θα τη γεμίσει ή θα τη χύσει;
Η πρώτη φορά που η ηρωίδα τής Γιοχάνα Σπίρι (συγγραφέα αυτού του διασημότερου και πιο μοσχοπουλημένου ανά τον κόσμο μυθιστορήματος τής χώρας που εφηύρε το ρολόι – κούκο) εμφανίστηκε στο πανί ήταν ήδη το 1920 σε μια βωβή αμερικανική ταινία. Η… τελευταία, αφού άπλωσαν χέρι πάνω της από τη Σίρλεϊ Τεμπλ και τον Λουίτζι Κομεντσίνι μέχρι τον Μιγιαζάκι και την Disney (αυτοί για cartoon σειρές της τηλεόρασης), είναι σ’ ετούτη την επιστροφή στην πατρίδα της. Που, όμως, βρίσκει τη φημισμένη ιστορία αποστεωμένη κι αποστειρωμένη, φορέα των παλιοκαιρισμένων ιδεών και των ανώδυνων στερεοτύπων τα οποία ανέκαθαν «διάβαζαν» σ’ αυτήν οι ίδιοι οι – στην πλειοψηφία τους αρνητικοί – Ελβετοί θεωρητικοί και κριτικοί λογοτεχνίας. Γιατί εν προκειμένω, ανάμεσα στις όντως συμπαθέστατες φατσούλες τής παιδούλας Στέφεν και τα τραβηχτικό τής carte postale βουνοκορφών και χλωριδοπανίδας, είναι το επουσιώδες που κινηματογραφείται ως ατραξιόν (μόνο για μικρούς και τριανταφυλλένιους ή νοσταλγούς της χαμένης τους αθωότητας θεατές) ενός – παρωχημένου pastoral escapism – διαφημιστικού μεγάλου μήκους της swiss ορεσίβιας ομορφιάς μιας άλλης εποχής.
Τουτέστιν, η Χάιντι κάνει άσπρο μουστακάκι πίνοντας από ξύλινη κουτάλα γάλα φρεσκοαρμεγμένο από γίδα, νίβεται στη γουρνοποτίστρα έξω απ’ την καλύβα, βλέπει αίγαγρους να διασταυρώνουν κέρατα, προσπαθεί να σφυρίξει σε κουνάβι ξετρυπωμένο απ’ το λαγούμι του, τρώει και βάφεται στη μούρη με βατόμουρα, κατεβαίνει πλαγιά με έλκηθρο. Αυτά στο 1ο μέρος, ενώ η περιστασιακή πιλάλα διδαγμάτων οδηγεί σε βαβά την παραμικρή απόπειρα να ειπωθεί κάτι με σημασία, αν όχι για εμάς, για το σύμπαν της ταινίας. Τα «Η γιαγιά του Πίτερ δεν μπορεί να δει, ούτε να μασήσει» (μήνυμα: «Μη θεωρείς δεδομένο, εκτίμα ό,τι έχεις») και «Είναι ζητιάνος. Μην του μιλάς!» (μήνυμα: «Κακό πράγμα η ταξική θεώρηση του κόσμου») ξεπερνάει, όμως, στο 2ο μέρος, της φιλοξενίας και διαπαιδαγώγησης της «Αντελχάιντε» στο σπίτι των μεγαλοαστών επίδοξων αναδόχων της, η by the book καταστασιακή τήρηση της λανθάνουσας εκδήλωσης της δυσφορίας της χωριατοπούλας.
Έτσι, η παρεξηγημένη ως παρουσία φαντασμάτων υπνοβασία (συμβαδίζον με το επιστημονικό zeitgeist εύρημα της Σπίρι, που ξεσκεπάζει την αδυναμία ή απροθυμία τού Γκεσπόνερ να παραλλάξει στο ελάχιστο τόνους κι ατμόσφαιρα ή να δημιουργήσει μηδαμινή έστω ένταση) και το καβάτζωμα των ψωμακίων απ’ το μπασμένο ίσως κάνουν πλέον ακόμη και αναγνώστες του Έρβιν Γιάλομ να κουνήσουν το κεφάλι ειρωνικά με το παιδοψυχολογικό χτες τής συμπτωματολογίας και της διάγνωσης του άγχους τού εκτοπισμένου σ’ έναν κόσμο που αλλάζει – the big picture, το νόημα που διατείνονται ότι «βλέπουν» οι οπαδοί τού ευπώλητου αναγνώσματος, και που, υπό το φως των τεκτονικών ανακατατάξεων στη σύγχρονη Ευρώπη, θα μπορούσε να διαθλάται πέρα από τη φωτοδέσμη που «πιάνει» τη σκόνη (δις, να μη μας ξεφύγει ως στιλιστισμός…) στον αέρα πάνω απ’ το αχυρένιο κρεβάτι της Χάιντι. Του εκτοπισμένου που… φυσικά, ως πλάσμα των βουνών, απελευθερώνεται ξανά στο λίκνο τού ειδυλλιακού όξω, ένα δυνάμει σανατόριο του κορμιού (με καροτσάκι τη φιλία) ακόμη και για τον πιο ειδικών αναγκών χαρακτήρα τού φιλμ, κατά το μάλλον πλέον υποφερτό χάρη στην to know us better ανέλιξη 3ο κεφάλαιο. Εκεί, όμως, που καιροφυλακτεί άλλη μια (για) νιανιά(ρα) προτροπή του σοφού γεροκηδεμόνα: «Αν κάτι σε κάνει ευτυχισμένο, κάν’ το. Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι.» Ja. Und?
Ο σκύλος Ζόζεφ; Μην τον είδατε – αντ’ αυτού γατάκια (they were trending ενώ η ταινία βρισκόταν σε στάδιο παραγωγής, βλέπεις…) προς τρόμον της σπαστικά comme il faut γκουβερνάντας δίδος Ροτενμάιερ σε τρεις σκηνές. Ο δυσφορών με την πνευματική εργασία ποιμένας Jr; Εδώ ένας ζηλιάρης αγορίνας των κατσάβραχων που απλώς θέλει να γεμίσει την κοιλιά του και τον οποίο η εκπαιδευτικά ψιλοξεστραβωμένη Χάιντι θα στρώσει στο διάβασμα σε μια blink-and-you-missed-it σεκάνς αφού ο Γκεσπόνερ έχει πρώιμα ξεπετάξει σε μια στιχομυθία των δύο παιδιών το ζήτημα της αμοιβαίας ορφάνια τους, τις συνθήκες τής οποίας και η Σπίρι, σ’ ένα μόνο απ’ τα πολλά δείγματα αφροντισιάς τού υλικού της, περνάει εντελώς στο ντούκου. Ο απογοητευμένος απ’ τη μικρότητα της κοινωνίας, αρνητής της παππούς; Εδώ απλώς ένας δύστροπος ηλικιωμένος μαραγκός που πήζει τυρί αλλά που για την εγγόνα, όπως το ξαφρισμένο emmental πάνω στη ζυμωτή φέτα που αυτή κολατσίζει, «λιώνει». Δραματουργικά απότομα, ωστόσο, ενώ παραμένουν ανοξυγόνωτα, χωρίς χρωματάκι και τα υπόλοιπα ενήλικα πρόσωπα και η ταινία έχει… πηδήξει εποχές και διαδικαστικά συμβάντα σε άλματα αφήγησης που υποψιάζουν για αρκετό κομμένο υλικό στο μοντάζ.
Τουλάχιστον, sequel δεν φαίνεται στον ορίζοντα, καθώς η λογοτεχνική πηγή που συναποτελούν δύο τόμοι εξαντλείται μυθοπλαστικά εδώ. Προσβλητική προς την εθνικότητα της ταινίας η επιλογή τής dubbed στα αγγλικά εκδοχής (γλιτώσαμε τα ελληνικά, βέβαια, αλλά με ποιο σκεπτικό κρίνεται αντιεμπορική η γερμανική γλώσσα;) που, εκτός του ότι χτυπάει ταυτόχρονα στο μάτι και στο αυτί τον οιονδήποτε απόφοιτο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κινηματογραφόφιλο, βρίσκει τη μεταφράστρια να πατάει την μπανανόφλουδα επιμένοντας στο «Πέτερ» (ο μικρός τσοπάνης) ενώ ακούμε διαρκώς «Πίτερ». Κάτι ακόμα: επειδή υπάρχουν γονείς που ενημερώνονται / προγραμματίζουν / είναι με το μάτι στο ρολόι κατά την επίσκεψή τους σε αίθουσα για τέτοιου είδους ψυχαγωγία, ας προσέξουν ότι στον ιστοχώρο της η εταιρεία εκμετάλλευσης αναφέρει λανθασμένα ως διάρκεια τα 76 λεπτά ενώ αυτή ξεπερνάει τα 100. Μπορούν να την «κάνουν» για περισσότερη ώρα απ’ ό,τι υπολογίζουν χωρίς να τους σκάσει κάνα Amber Alert ή Χαμόγελο του Παιδιού…