Η ΤΙΜΩΡΟΣ (2012)
(HAYWIRE)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σόντερμπεργκ
- ΚΑΣΤ: Τζίνα Καράνο, Μάικλ Φασμπέντερ, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Αντόνιο Μπαντέρας, Μάικλ Ντάγκλας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Η Μάλορι, freelance πράκτορας με μεγάλο ταλέντο σε κάθε λογής πολεμικές τέχνες, μετά από μια αποστολή στη Βαρκελώνη καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος που την προσέλαβε έχει σκοπό να τη βγάλει από τη μέση. Ακολουθεί ο χαμός…
Υπάρχουν δύο ειδών nerd σκηνοθέτες, μιλώντας για Αμερικανούς, τουλάχιστον. Μπορείς να τους πεις και σπασικλάκια για ευκολία. Αυτοί που έβγαλαν τη σχολή με άριστα και αυτοί που σπούδασαν βλέποντας ό,τι έπεφτε στα χέρια τους. Ο Σόντερμπεργκ πάντα μου έκανε για την πρώτη κατηγορία. Σκηνοθέτης πολύ έξυπνος, φοβερός τεχνίτης, έχει δει πολύ σινεμά και έχει κλέψει πολύ (ή μάλλον αντιγράψει), αλλά ποτέ δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει μια δική του υπογραφή. Μπορεί μετά το συγκλονιστικό ντεμπούτο του «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» να έχει δοκιμάσει τα πάντα (από τη «Συμμορία των Έντεκα» μέχρι την αμερικανική διασκευή του «Solaris» και πίσω στις minimal indie ρίζες του με το «Bubble», ή στους τάχα πειραματισμούς του «Full Frontal» και το διεκπεραιωτικό «Contagion»), του λείπει, όμως, η ψυχή. Γι’ αυτό γυρίζει διαρκώς ταινίες, μήπως και του κάτσει κάτι (τελειώνει δύο – τρεις ακόμη, ήδη!). Θα καταλήξει στα γεράματα σαν το Βέντερς – τον οποίο θαυμάζει -, φοβάμαι.
Στην αντίθετη όχθη βρίσκεται ο Ταραντίνο. Κλεφταράς με τα όλα του, αλλά με άποψη και στιλ ολόδικό του. Όταν αποφασίζει να κάνει homage ή pastiche έχει κάποιο λόγο. Το χειρότερο από όλα είναι ότι ο Σόντερμπεργκ όταν αποφασίζει να κάνει κάτι σαν το «Haywire», φόρο τιμής στις girl power ταινίες β’ κατηγορίας των 70’s ή μια indie απάντηση στο «Salt» της Αντζελίνα Τζολί, έρχεται δεύτερος και καταϊδρωμένος και του λείπει, πάνω από όλα, το χιούμορ. Για να κάνεις πρωταγωνίστρια την ξύλινη Τζίνα Καράνο πρέπει να το έχεις το ρημάδι. Για να βάλεις αυτή την αντρογυναίκα να ξυλοφορτώνει από το Μάικλ Φασμπέντερ μέχρι τον Αντόνιο Μπαντέρας (γλιτώνει ο Μάικλ Ντάγκλας, ευτυχώς) πρέπει επίσης να έχεις και ένα καλό λόγο πέρα από το μετα-φεμινιστικό κλείσιμο του ματιού «κοίτα τους άνδρες να τρώνε βρωμόξυλο». Η ανέκφραστη Καράνο απλά τρέχει, πηδάει, πυροβολεί και, κυρίως, ρίχνει ξυλίκι άγριο από την αρχή μέχρι το τέλος, υπηρετώντας απλώς ένα από τα πιο βαρετά και προβλέψιμα σενάρια που έχουμε δει τελευταία στο σινεμά. Άντε, μάλιστα, να καταπιείς ότι το ρόλο του «κακού» (μαζί και του τελικού ξυλοδαρμού) κουβαλάει ο «μη μου άπτου» Γιούαν ΜακΓκρέγκορ!
Το μόνο που μένει να σκεφτείς είναι ότι ακόμη και ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ κάτι παραπάνω θα έβγαζε σε χαβαλέ (θυμήσου πόσο ωραία πέρασες στο «Machete»). Αν, πάντως, κάτι έχει καταφέρει εδώ ο Σόντερμπεργκ είναι ν’ αναδείξει – χωρίς ανταγωνισμό – τη μεγαλύτερη φακλάνα της χρονιάς. Και συγνώμη για τα «γαλλικά» μου…