HARVEST (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη
- ΚΑΣΤ: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Χάρι Μέλινγκ, Ρόζι ΜακΓιούεν, Φρανκ Ντιλέιν, Αρινζέ Κένε, Στίβεν ΜακΜίλαν, Γκόρντον Μπράουν, Θαλίσα Τεϊξίρα, Γκρέις Τζαμπάρι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 133'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO / FALIRO HOUSE
Σ’ έναν άχρονο τόπο, δίχως καν όνομα, μια ομάδα χωρικών ζει ελεύθερα υπό την ανοχή ενός ευγενούς που έχει «προσγειωθεί» στην ελευθεριακή συνθήκη του καθημερινού τους βίου. Μια φωτιά σε στάβλο, πιθανή πράξη sabotage, μετατρέπει τρεις αγνώστους – μετανάστες σε αποδιοπομπαίους τράγους, ανατρέποντας σταδιακά τις ισορροπίες των ντόπιων.
Ένα ελεγειακό «παραμύθι» για την προ καπιταλισμού περίοδο της ζωής του ανθρώπου στη Γη και την έλευση της «ανάπτυξης» ευρύτερα, το «Harvest» βρίσκει την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη να εξερευνά (και πάλι) φόρμες κινηματογραφικής αφήγησης, ανανεώνοντας υλικά παλαιότερα και γνώριμα, με σημαντική καλλιτεχνική αξία, ενίοτε χάνοντας την ουσία του ενδιαφέροντος θέματος του έργου, παρασυρμένη από μία εικαστικά «παραισθησιογόνα» έλξη προς το στοιχείο της Φύσης.
Αρκετά κοντά στην προβληματική της δανέζικης «Γης της Επαγγελίας» (2023), αλλά σε εντελώς αφηρημένο χωροχρονικό πλαίσιο, τα κάδρα φυσικού φωτός σε 16mm φιλμ είναι αυτά που πρωταγωνιστούν ακόμη και πάνω από την ιστορία του έργου, το οποίο παρατηρεί την καθημερινότητα των χωρικών και την «ιεροτελεστία» της κάθε ξεχωριστής πράξης τους, από τις εργασίες στη γη μέχρι τις σχεδόν παγανιστικές στιγμές απόδρασής τους (συνήθως στις νυχτερινές ώρες).
Απομακρυσμένοι από τους κανόνες της όποιας κοινωνίας, θα δεχτούν τις μοιραίες προκλήσεις της εμφάνισης τριών ξένων, τους οποίους θα κατηγορήσουν με ευκολία για sabotage και θα τους αιχμαλωτίσουν ή θα τους εξοστρακίσουν βίαια, δίπλα στην «εισβολή» των πολιτισμένων ευγενών που θα διεκδικήσουν (ένεκα τίτλων ιδιοκτησίας) την εκμετάλλευση της συγκεκριμένης έκτασης, παρουσιάζοντας ένα μοντέλο – προπομπό της φεουδαρχίας, το οποίο θα τρέψει τους χωρικούς σε φυγή, μετατρέποντάς τους σε πρόσφυγες (αντί για «υπηρέτες» για το όφελος άλλων) στον ίδιο τους τον τόπο.
Το τελευταίο σχόλιο αποκτά λειτουργική σύνδεση με το σήμερα και τη βίαιη «προσαρμογή» του φυσικού περιβάλλοντος και των ανθρώπων σε σχεδιασμούς «προόδου» που δεν σέβονται τίποτα και κανέναν, όμως, η Τσαγγάρη κάπου ατονεί στο να προσεγγίσει αυτή τη θεματική βαθύτερα και πιο πολιτικά, σχεδόν ταυτιζόμενη με τον αμαχητί παθητικό κεντρικό της ήρωα (θαυμάσιος όπως πάντα ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς), βυθισμένη στη ναρκισσιστική ομορφιά των πλάνων του σκωτσέζικου τοπίου, τα οποία παραπέμπουν σε ζωγραφικούς πίνακες (κυρίως) του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου (διόλου τυχαία, το «The Harvesters» είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του) ή καλλιτέχνες της φλαμανδικής σχολής (όσον αφορά στους εσωτερικούς χώρους, στο δεύτερο μισό του φιλμ). Φιλμικά, θα τοποθετούσα την όλη ατμόσφαιρα (και αισθητική περιόδου) πιο κοντά στην οπτική υπεροχή του σινεμά του Μίκλος Γιάντσο.
Μετά το τέλος της ταινίας, ιδέες που σχετίζονται με την απώλεια της όποιας παράδοσης και του φυσικού δεσμού της γης με τον άνθρωπο, με τις ρίζες του, «αιωρούνται» και γραπώνουν το μνημονικό του θεατή, ο οποίος (έστω) στο «Harvest» θα έχει βιώσει ένα ταξίδι εικόνων πέρα από το συμβατικό ή και τη γεμάτη «συμβολιστικές» φανφάρες φεστιβαλική… μπουρδολογία του σημερινού «art-house». Είναι μία τίμια στάση που επικροτώ, πόσω μάλλον όταν υφίστανται (και) γερές αισθητικές βάσεις.
