ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ (2024)
(HARD TRUTHS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Λι
- ΚΑΣΤ: Μαριάν Ζαν-Μπατίστ, Μισέλ Όστιν, Ντέιβιντ Γουέμπερ, Τουγουέιν Μπάρετ, Άνι Νέλσον, Σοφία Μπράουν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η μεσόκοπη Πάνσι είναι επιθετική και προσβλητική έναντι των πάντων. Χρίζει ολοφάνερα βοήθειας, καθώς η συμπεριφορά της είναι από καιρό ανυπόφορη. Είναι, όμως, έτοιμη να τη δεχτεί;
Εάν για όλους έρχεται κάποτε το… «πλήρωμα του χρόνου», τότε για τον Μάικ Λι η στιγμή αυτή σηματοδοτείται από τις «Πικρές Αλήθειες». Ο βετεράνος Άγγλος auteur δεν κάνει τίποτα το διαφορετικό από αυτό που έκανε σε όλη του σχεδόν την καριέρα, παρουσιάζοντας ένα έντονα ρεαλιστικό έργο με χαρακτήρες της διπλανής πόρτας, οι οποίοι ισορροπούν ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα. Το κακό δεν είναι πως επαναλαμβάνει εαυτόν. Το (άλυτο) πρόβλημα της νέας του ταινίας είναι πως τρεκλίζει υπό το βάρος μιας ανύπαρκτης αφήγησης, αδυνατώντας όχι μόνο να ολοκληρώσει την όποια πλοκή της, αλλά καλά καλά να μη μπορεί καν να θέσει τις βάσεις ώστε να… την ξεκινήσει!
Η κεντρική ηρωίδα, Πάνσι, είναι ένας άθλιος, δυστυχής χαρακτήρας, επιρρεπής στο να κάνει τους πάντες γύρω της μίζερους. Υπάρχουν λόγοι για τη συμπεριφορά της, τους οποίους ο Λι υπονοεί, βάζοντάς την να καθαρίζει με μανία τον πεντακάθαρο καναπέ του σπιτιού της. Η αγοραφοβία της, η υποχονδρίασή της και η άκρατη επιθετικότητά της υποδηλώνουν έναν καταθλιπτικό άνθρωπο που πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Δεν γνωρίζουμε εξαρχής τους λόγους για τους οποίους έχει περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, εν τούτοις, η απώλεια της μάνας της και ο φθόνος για την (κατά τη γνώμη της) ευνοούμενη αδελφή της στέκουν (σταδιακά) ως αφορμές και εξηγήσεις.
Χωρίζοντας τα ενενήντα επτά λεπτά της διάρκειας σε δύο εμφανή μέρη, ο Λι εναλλάσσει (κατά το πρώτο) σκηνές της Πάνσι και της δυσλειτουργικής οικογένειάς της, με τις χαρούμενες και αγαπημένες υπάρξεις της αδελφής της, Σαντέλ, και των κορών της. Αυτή η δομή τύπου «σύγκριση και αντίθεση κανονικότητας» δεν αποτελεί είδηση για τον σκηνοθέτη. Στο «Μια Χρονιά Ακόμα» (2010), ο γαλήνιος γάμος του Τομ και της Τζέρι κλυδωνίζεται από την υστερική συμπεριφορά (ελέω αλκοολισμού) της φίλης τους Μέρι, συσχετίζοντας με τρόπο επικριτικό την αδυναμία της να βρει σύντροφο με την εν γένει απελπισία της. Εδώ επιχειρείται κάτι πιο σύνθετο. Προβάλλοντας με επαναληπτικό τρόπο τα συνεχή επεισόδια οργής και επιθετικότητας της Πάνσι, γίνεται προσπάθεια να αγκαλιαστεί ως χαρακτήρας από το κοινό, όχι διότι πρόκειται για μια γυναίκα που ολοφάνερα πάσχει, αλλά γιατί θυμίζει περισσότερο γλαφυρή περίπτωση μεσήλικα, ο οποίος καθώς «στραβώνει» με όλους… «τα χώνει» σωρηδόν (σε φάση λαϊκού ρήτορα της πεντάρας), περιμένοντας να ανεβάσει τα βιντεάκια του στο YouTube και να γίνει… viral.
Η συνεχής νευρικότητα και το άγχος της Πάνσι έχουν τέτοια ένταση που φέρνουν τον σύζυγό της, Κέρτλεϊ, και τον γιο της, Μόουζες, να στέκουν ανήμποροι μπροστά στην αδυσώπητη λογοδιάρροιά της, υπομένοντάς την σιωπηλά. Το αυτό ισχύει και για τα διάφορα επεισόδιά της στο ιατρείο, στο supermarket, στον δρόμο κτλ., τα οποία (καθώς δημιουργούν αντίλογο από τους άτυχους αγνώστους που πιάνει στο στόμα της) είναι σκηνοθετημένα με τρόπο που τείνουν προς την κωμωδία, μετατρέποντας ατυχώς το εγχείρημα σε κάτι που φέρνει σε… «Bad Santa» (2003), εάν εκείνος δεν ήταν αλκοολικός αλλά κλινικά μανιοκαταθλιπτικός!
Πιθανολογώ πως μερίδα του κοινού θα γελάσει με τα τερτίπια της Πάνσι (εγώ δεν έσκασα ούτε χαμόγελο), πριν βρεθεί σε φάση συναισθηματικής ομηρίας, όταν κατά το δεύτερο μέρος του το φιλμ παίρνει τη μορφή οικογενειακής παρέμβασης, με αφορμή τραπέζωμα στο σπίτι της Σαντέλ. Η απουσία οποιασδήποτε λυτρωτικής διάθεσης γεννά απορίες για το κατά πόσο ο στόχος του Λι ήταν να παρουσιάσει το πορτρέτο μιας γυναίκας η οποία αναζητά κατανόηση εξαιτίας των τραυμάτων που κουβαλάει μέσα της ή εάν ο σκοπός του ήταν ν’ απεικονίσει τη βαθιά πληγή που η συμπεριφορά της άνοιξε στους γύρω της (ειδικά σε σύζυγο και γιο). Η κακώς εννοούμενη θεατρικότητα σε συνδυασμό με το αδιάφορο των διαλόγων κάνει την (περίπου) ημίωρη αυτή σεκάνς να σέρνεται, ενώ η μηδαμινή αντίδραση ως απόρροια της στωικότητας όλων, από τη μία δεν αφήνει καμία ελπίδα ανάκαμψης για τούτη την κακοποιημένη και προβληματική οικογένεια, ενώ από την άλλη αποπνέει αέρα ματαιότητας.
Ποιο συμπέρασμα προκύπτει άραγε από όλη αυτή την εγωκεντρική, τοξική κατάχρηση που επί ενενήντα λεπτά ξετυλίγεται στην οθόνη; Ότι η κατάθλιψη γεννά θυμό ή ότι ο θυμός… δεν έχει τέλος; Το πρώτο το γνωρίζαμε, το δε δεύτερο το υποψιαζόμαστε. Σύγχρονο, φεστιβαλικών προδιαγραφών art-house με κανονικό φινάλε, που η πλοκή του έχει πάρει τους ήρωες του από κάπου και τους έχει πάει κάπου αλλού, κατά τα φαινόμενα δεν προκύπτει. Και αυτή (ειδικά) είναι η πλέον… πικρή αλήθεια.