GUNS UP (2025)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έντουαρντ Ντρέικ
- ΚΑΣΤ: Κέβιν Τζέιμς, Κριστίνα Ρίτσι, Λουίς Γκουζμάν, Μελίσα Λίο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Όταν ένας πρώην αστυνομικός, που δουλεύει ως συλλέκτης χρεών και μπράβος της Μαφίας, αποφασίσει να αποσυρθεί, θα έχει μόνο ένα βράδυ στη διάθεσή του για να απομακρύνει την οικογένειά του από την πόλη, προκειμένου να την σώσει από το νέο αφεντικό.
Υπήρχε μία εποχή όπου οι σκηνοθέτες ήταν σκηνο-θέτες! Δηλαδή, σκηνοθετούσαν ταινίες γιατί αυτό ήταν το επάγγελμά τους και γιατί από την άσκησή του έπρεπε να βγάλουν τα προς το ζην (και όχι γιατί «θέλουν να εκφραστούν»). Ταινίες με αποδέκτη το ευρύ κοινό, που πήγαινε στον κινηματογράφο για να ξεσκάσει (και όχι για να «προβληματιστεί»). Ταινίες με σαφή πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, που δεν είχε ψυχολογικά θέματα, που ήξερε τι έκανε και γιατί το έκανε, μονοδιάστατο ίσως, πλην όμως σωστά διαγραμμένο, ώστε να μπορεί να ταυτιστεί μαζί του ο θεατής και να περάσει τις δύο ευχάριστες ώρες που επιθυμούσε.
Η εποχή αυτή φαίνεται να επανέρχεται, μόνο που (τώρα) οι ταινίες δεν γυρίζονται για να προβληθούν σε μία κινηματογραφική αίθουσα, αλλά για να ιδωθούν μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Και, συχνά, οι ταινίες αυτές είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από κάποια φεστιβαλικά φιλμ, που ενθουσίασαν (λέει…) το κοινό της μιας προβολής, πλην όμως προκαλούν αβάσταχτη βαριεστημάρα σ’ αυτούς που αποκαλούμε «απλούς θεατές». Ταινίες που γίνονται ακόμη καλύτερες όταν, εκτός του ότι δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να σε διασκεδάσουν, διαθέτουν στυλ και μια σειρά από ενδοκινηματογραφικές αναφορές, φέρνοντάς σου στον νου άλλα φιλμ και κλείνοντάς σου με σημασία το μάτι.
Μία τέτοια ταινία που φαίνεται να «ξεστράτισε», μιας και στη χώρα μας κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες, είναι η «Guns Up». Υπογράφεται από τον Έντουαρντ Ντρέικ, έναν Αυστραλό κινηματογραφιστή που γυρίζει έργα με νεύρο, ένταση και δράση, πιο πολύ γνωστό από τη συνεργασία του με τον Μπρους Γουίλις, όταν ο άλλοτε φημισμένος «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» star, στη δύση της καριέρας του, ερμήνευε ανάλογους ρόλους σε b-movies, με πιο πρόσφατο αυτόν του ντετέκτιβ Τζέιμς Νάιτ – τα τρία μέρη της τριλογίας έκαναν πρεμιέρα με χρονική απόσταση… έξι εβδομάδων το ένα από το άλλο! Και είναι μία μαύρη κωμωδία δράσης που σε αρπάζει από τα πρώτα πλάνα της και σε παίρνει μαζί της σ’ ένα εκρηκτικό ταξίδι εκδίκησης, αφηγούμενη δεξιοτεχνικά την όλο ανατροπές ιστορία της.
Το στίγμα δίνεται από τα πρώτα κιόλας πλάνα, τα οποία προσδιορίζουν επακριβώς αυτό που θα ακολουθήσει, με τον Κέβιν Τζέιμς να έχει «αντικαταστήσει» τον Μπρους Γουίλις. Ο stand-up κωμικός, που «έγινε όνομα» ως πρωταγωνιστής του sitcom «Ο Βασιλιάς του Κουίνς» (1998 – 2007), υποδύεται έναν πρώην αστυνομικό που άρχισε να συλλέγει χρέη για μια μαφιόζικη φαμίλια, επειδή έπρεπε να ανταποκριθεί στις… οικογενειακές υποχρεώσεις: σε μία καρτερική σύζυγο, η οποία επιθυμεί ν’ αποκτήσει δικό της εστιατόριο, και σε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που πρέπει ν’ ανατραφούν σωστά και να σπουδάσουν.
Ως καλός πατέρας, όμως, δεν έχει πει λέξη στα παιδιά του για τη νέα του δουλειά, κι αυτά εξακολουθούν να τον θεωρούν… αστυνομικό. Μία δουλειά που την ανέλαβε έχοντας αποδείξει τις ικανότητές του και έχοντας κάνει σαφή τη θέση του: «Δεν είμαι ένας από εσάς» και «θα φύγω όποτε το αποφασίσω». Κι αυτό επειδή, ως καλός σύζυγος, θέλει να σταθεί στο πλευρό της γυναίκας του, όταν εκείνη θα αναλάβει τη διεύθυνση της οικογενειακής επιχείρησης. Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όμως, τα πράγματα στραβώνουν. Και γι’ αυτό φταίει ο μονόφθαλμος Λόνι (Τίμοθι Μέρφι), που εμφανίζεται ουρανοκατέβατος στην πόλη, βγάζει από τη μέση την επικεφαλής της τοπικής Μαφίας – ήταν μία γυναικεία οργάνωση, στημένη σε μία οικογενειακή λογική – και αλλάζει τα πάντα, με πρώτο και καλύτερο τον «κώδικα» που επέτρεπε τη χρήση βίας, μόνο αν ο αντίπαλος έβγαζε όπλο πρώτος.
Ο Ρέι, ο φαινομενικά καλοσυνάτος οικογενειάρχης που υποδύεται ο Κέβιν Τζέιμς, επεκτείνοντας κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά, δεν είναι από εκείνους που θα ξεκινήσουν την… αντίσταση στο καινούργιο αφεντικό. Μία παρεξήγηση, όμως, θα κάνει τον δεύτερο έξω φρενών μαζί του. Η εντολή «εξοντώστε τους όλους!» θα δοθεί χωρίς δεύτερη σκέψη και ο Ρέι, η γυναίκα του, Άλις, και τα ανυποψίαστα παιδιά τους θα γίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη στόχοι θανάτου. Και δεν υπάρχει κανείς για να τους βοηθήσει, διότι… σε μια γκανγκστερική ιστορία δεν έχει θέση η Αστυνομία.
H ανάμειξη του προσωπικού δράματος και των ιστοριών εκδίκησης – εκτός της προφανούς μίας, που πυροδοτείται στο σήμερα από μία προδοσία η οποία κρύβει άλλα κίνητρα, υπάρχει μία ακόμη από το παρελθόν, που έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, προκαλώντας μία απρόβλεπτη μεταλλαγή – γίνεται αριστοτεχνικά. Τίποτα δεν είναι περιττό και τίποτα δεν ευτελίζεται. Ο τόνος παραμένει ίδιος, παρόλο που η πλοκή αποκτά μία όλο και πιο καρτουνίστικη (αν και φονική) διάσταση, που μας κάνει να νοιαζόμαστε για το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Με την Άλις (Κριστίνα Ρίτσι) να αποκαλύπτει έναν άλλον της εαυτό, που (ως σύζυγος του Ρέι και μητέρα) χρόνια τώρα κρατούσε καλά κρυμμένο, τόσο από τον άντρα της όσο και από τα παιδιά τους.
Η οπτική δύναμη και η ομορφιά της σκηνοθεσίας, σε συνδυασμό με το χιούμορ των λιτών και καλογραμμένων διαλόγων είναι τα βασικά πλεονεκτήματα της ταινίας. Που εκτυλίσσεται σε εσωτερικούς κυρίως χώρους και ενσωματώνει λειτουργικά στην αφήγησή της σύντομες «επεξηγηματικές» αναδρομές στο παρελθόν (το σενάριο είναι του σκηνοθέτη). Που μεταδίδει μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και διαθέτει ένα επιβλητικό επίπεδο ερμηνειών. Ευχάριστη, μη αναμενόμενη έκπληξη.