FreeCinema

Follow us

ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ (2012)

(GREAT EXPECTATIONS)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Νιούελ
  • ΚΑΣΤ: Τζέρεμι Έρβινγκ, Χόλιντεϊ Γκρέιντζερ, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Ρέιφ Φάινς, Ρόμπι Κόλτρεϊν, Τζέισον Φλέμινγκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ο Πιπ είναι ορφανός, σεμνός, καλοπροαίρετος και ευγενικός, σαν το σιδερά κηδεμόνα του, παρά την κακομεταχείριση από τη μεγάλη αδελφή, το θείο του, και την εκκεντρική κυρία Χάβισαμ, που τον προσλαμβάνει για να διασκεδάζει την ίδια και την κόρη της, Εστέλα. Στο κατώφλι της ενηλικίωσης θα αποκτήσει ανώνυμο ευεργέτη και θα φύγει για το Λονδίνο της βικτωριανής Αγγλίας, ώστε να ανδρωθεί ως gentleman.

Από τόση έλλειψη έμπνευσης, πια, πάσχουν οι κινηματογραφιστές του κόσμου τούτου, που νιώθουν την ανάγκη, κάθε λίγο και λιγάκι, να ξοδεύουν χρόνο και χρήμα για μια ακόμα, νιοστή, μεταφορά στη μεγάλη οθόνη αυτού του κλασικού μυθιστορήματος του Καρόλου Ντίκενς; Θα μου πεις, έχουν ήδη περάσει 15 χρόνια από την αμερικάνικη, πειραγμένη, μοντέρνα, νεοϋορκέζικη, όχι απαραίτητα εύστοχη, αλλά… κούκλα, εκδοχή του Αλφόνσο Κουαρόν (με τους Γκουίνεθ Πάλτροου και Ίθαν Χοκ), και 67 από το ασπρόμαυρο, αρχετυπικό και αριστουργηματικό, βραβευμένο με 2 Όσκαρ, γοτθικό έπος του Ντέιβιντ Λιν (με τους Τζον Μιλς και Άλεκ Γκίνες). Οπότε, δικαίως λες, οι Βρετανοί βάλθηκαν να ξαναβάλουν τα πράγματα στη σωστή τους βάση, για να συστήσουν έναν από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της πολιτιστικής τους κληρονομιάς σε μια νέα γενιά θεατών.

Μια γενιά, όμως, που προφανώς πρέπει να είναι παντελώς κινηματογραφικά και τηλεοπτικά απαίδευτη. Να μην έχει, δηλαδή, ποτέ δει στη ζωή της, στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη, μια έστω από τις – όλες αξιοπρεπείς – κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές διασκευές αυτής της χαρακτηριστικά «ντικενσιανής» ιστορίας ενηλικίωσης, με το κερδισμένο, θαυμάσια ανοιχτό, αισιόδοξο φινάλε. Διαφορετικά, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να ανταποκριθεί στις καινούργιες, απλά καθωσπρέπει και καλοφτιαγμένες «Μεγάλες Προσδοκίες» του Νιούελ με τίποτα περισσότερο από περιστασιακό και πρόσκαιρο ενδιαφέρον.

Το σενάριο του Ντέιβιντ Νίκολς («Μια Ημέρα») μένει σε μεγάλο βαθμό πιστό στα γεγονότα του πρωτότυπου, λογοτεχνικού κείμενου: αλλάζει μόνο τον τόπο και το χαρακτήρα της – όχι πια τυχαίας / μοιραίας, αλλά προσχεδιασμένης – τελευταίας συνάντησης του Πιπ με την Εστέλα. Έτσι, διατηρεί την αισιόδοξη, ανοιχτή, μη τελεσίδικη φύση του, δικαιώνοντας όμως ταυτόχρονα πολύ πιο ξεκάθαρα και ικανοποιητικά τον ήρωα του. Δυστυχώς, αυτού του υπόκωφα γενναιόδωρου φινάλε, προηγούνται δύο ώρες αφηγηματικού τρεξίματος, που ίσα που προλαβαίνει να τα πει όλα για όλους. Τι και αν ο Νιούελ συλλαμβάνει άψογα την όλο βρώμα και δυσωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά), υποκρισία και έπαρση, γκρίζα, συννεφιασμένη και ποικιλοτρόπως ιδρωμένη, απάνθρωπη καθημερινότητα του Λονδίνου της βικτωριανής εποχής; Τι και αν οι καθαρόαιμα βρετανοί ηθοποιοί του δοκιμάζουν φιλότιμα να δώσουν απτή ανθρώπινη υπόσταση στους βιαστικά σκιαγραφημένους χαρακτήρες τους;

Οι περισσότεροι (σαν τον Πιπ, το σιδερά Τζο του Τζέισον Φλέμινγκ και το Χέρμπερτ του Όλι Αλεξάντερ) προκαλούν συμπάθεια γιατί ούτε λίγο ούτε πολύ ενσαρκώνουν – άνευ ιδιαίτερου βάθους ή κινήτρων – «καλά παιδιά». Η Εστέλα ως ανήλικη (Έλενα Μπάρλοου) είναι εκνευριστικά μονοδιάστατη, ενώ ως ενήλικη (Γκρέιντζερ) απλά περαστική. Η Μπόναμ Κάρτερ ελάχιστα εξανθρωπίζει την, τσακισμένη από την εκδικητική της μανία, Χάβισαμ, αφήνοντάς τη να ακροβατεί επικίνδυνα στο χείλος μιας γκροτέσκο καρικατούρας. Ο σεβασμός στη μνήμη του Ντίκενς από τη δημιουργική ομάδα της ταινίας είναι υπερβολικός και άτολμος, μην αφήνοντας περιθώρια ανάληψης μικρών έστω, αλλά ουσιαστικών αφηγηματικών ή κινηματογραφικών, ανατρεπτικών ρίσκων. Και το άγχος να μην ξεπεράσει κατά πολύ τις δύο ώρες η διάρκεια, μεγάλο. Κάπως έτσι, αυτές οι «Μεγάλες Προσδοκίες» εξελίσσονται στο πρώτο μισό τους, στα παιδικά χρόνια του Πιπ, εξουθενωτικά απαθώς, ενώ στο – αρκούντως συγκινητικό, τελικά – δεύτερο μέρος τους, το σασπένς τού ποιος είναι ο ευεργέτης του Πιπ και τι θα γίνει με την Εστέλα, θα συνεπάρει μόνο όσους δεν έχουν ιδέα του τι εστί Ντίκενς και… «Μεγάλες Προσδοκίες». Είπαμε. Τους παντελώς απαίδευτους. Ή τους γεννημένους χθες.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ντίκενς να ‘ναι και ότι να ‘ναι; Να σου δίνουν αγγλική προφορά και να σου παίρνουν την ψυχή; Λονδίνο εποχής θέλεις, τώρα το θέλεις; Κόπιασε! Αν, όμως, έχεις δει οποιαδήποτε άλλη κινηματογραφική μεταφορά αυτού του εμβληματικού μυθιστορήματος του Ντίκενς και ιδιαίτερα εκείνη, την αριστουργηματική του Ντέιβιντ Λιν, μην έχεις… μεγάλες προσδοκίες.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.