BLACK DOG (2024)
(GOUZHEN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκουάν Χου
- ΚΑΣΤ: Έντι Πενγκ, Λίγια Τονγκ, Τζία Ζανγκ-Κε, Γι Ζανγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Άρτι αποφυλακισθείς άνδρας επιστρέφει στη μεθοριακή γενέτειρά του, στις παρυφές της ερήμου Γκόμπι. Πιάνοντας δουλειά σε περίπολο επιφορτισμένη με την απαλλαγή της πόλης από τα δεκάδες αδέσποτα σκυλιά της, δένεται με ισχυρούς δεσμούς φιλίας με ένα εξ αυτών.
Μια πόλη φάντασμα, ένας λιγομίλητος μοναχικός άνδρας που επιστρέφει σ’ αυτήν έπειτα από δέκα χρόνια εγκλεισμού, θέλοντας να συμφιλιωθεί με παρελθόν και παρόν, εχθροί και φίλοι που τον υποδέχονται με ανάμεικτα συναισθήματα, μια χορεύτρια τσίρκου που του συμπαραστέκεται. Μοιάζει με σκηνικό από ταινία είτε νουάρ είτε γουέστερν το «Black Dog», όμως, μόνο σε αυτά τα είδη δεν ανήκει. Συνδυάζοντας φελινικούς υπαρξιακούς προβληματισμούς με off-beat χιούμορ που θα ταίριαζε γάντι σε ταινίες του Άκι Καουρισμάκι ή των αδελφών Κοέν, το φιλμ του Γκουάν Χου (αν και χάρμα στο μάτι, χάρη στην υπέροχη φωτογραφία του) προσπαθεί να πει πολλά μπλέκοντας κάμποσα φιλμικά genre, όταν το μόνο που μετρά στην τελική είναι το δέσιμο ανθρώπου και σκύλου.
Η γενέτειρα του Λανγκ, ενός πρώην τοπικού rock star και stuntman μοτοσυκλετικών γύρων θανάτου μοιάζει να έχει αφεθεί στο έλεος των… σκυλιών, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Οι επικείμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου (το φιλμ διαδραματίζεται το καλοκαίρι του 2008) έχουν κάνει τους κατοίκους θύματα μιας (αμφισβητήσιμης) ταχείας ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης της χώρας τους, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν (με τις ευλογίες της Κυβέρνησης) τα σπίτια τους, αφήνοντας πίσω τους πιστούς τους σκύλους. Ως μέρος της κοινωνικής του επανένταξης, έπειτα από την πολυετή φυλάκιση του με την κατηγορία της συνέργειας σε φόνο, ο Λανγκ αναγκάζεται από τον αξιωματικό επιτήρησης του να συμμετάσχει στο πρόγραμμα μαντρώματος των εκατοντάδων αδέσποτων τετράποδων της περιοχής, εφιστώντας του την προσοχή για έναν συγκεκριμένο μαύρο σκύλο, ο οποίος φημολογείται πως πάσχει από λύσσα. Πηγαίνοντας κόντρα στη λογική, ο Λανγκ θα δεθεί με το «επικίνδυνο» ζωντανό, την ίδια ώρα που ο θείος του ανθρώπου για τον οποίο δέκα χρόνια πριν κατηγορήθηκε (και καταδικάστηκε) ότι δολοφόνησε, ορκίζεται μπροστά του πως όχι μόνο δεν τον έχει συγχωρέσει για την πράξη του, αλλά δεν έχει και σκοπό να τον αφήσει σε χλωρό κλαρί.
Γεμίζοντας την ταινία του μ’ ένα τσουβάλι συμβολισμούς (έκλειψη ηλίου, σεισμός, άγριοι λύκοι) και διαθέτοντας μια έντονη κριτική ματιά απέναντι στο οικονομικό «θαύμα» της Κίνας, ο Γκουάν Χου θέτει τον σχεδόν αμίλητο Λανγκ ως (σχεδόν) παρατηρητή του δραματικά μεταβαλλόμενου τοπίου της πόλης του. Παρομοιάζοντας τους κατοίκους της περιοχής με τα αδέσποτα τετράποδα, καθώς αμφότεροι έχουν αφεθεί στην τύχη τους από το επίσημο κράτος, το «Black Dog» στηλιτεύει τις υποτιθέμενες μέρες ευημερίας που έρχονται ένεκα Ολυμπιάδας, μετρώντας αντίστροφα μέχρι την ημέρα της τελετής έναρξης, ωσάν αυτή να είναι η απαρχή της… Αποκάλυψης! Ο εσωτερικός τρόπος αφήγησης, εν τούτοις, καθώς και το άκρως ελλειπτικό σενάριο του auteur αδυνατούν να ενώσουν με συνοχή τα πολλά διάσπαρτα κομμάτια του puzzle, καταφεύγοντας σε μία επανάληψη ενός παρόμοιου μοτίβου εμπλουτισμένου (αχρείαστα) ακόμα και με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η μοτοσυκλετική μελαγχολία του ηλιοβασιλέματος και η συγκινητική τετράποδη παρέα στέκουν ως η αδιαπραγμάτευτη αξία της ταινίας, στοιχεία που η ίδια έχει (ατυχώς) υποβαθμίσει, κυνηγώντας (άδοξα) φεστιβαλικούς ανεμόμυλους.