GODZILLA (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκάρεθ Έντουαρντς
- ΚΑΣΤ: Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον, Μπράιαν Κράνστον, Ζιλιέτ Μπινός, Κεν Γουατανάμπε, Σάλι Χόκινς, Ντέιβιντ Στράδερν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Με κάθε βήμα του σείεται η γη, με κάθε βρυχηθμό του παγώνει το αίμα. Ο Γκότζιρα επιστρέφει στην κινηματογραφική πραγματικότητα πιο εντυπωσιακός από ποτέ, έτοιμος να αποδείξει ποιος είναι ο πραγματικός «βασιλιάς» και να αντιμετωπίσει με την ευκαιρία τεράστια τέρατα που απειλούν ολόκληρο τον πλανήτη. Ή αλλιώς… «ΓΚΡΡΡ ΣΜΑΣ ΚΑΜΠΟΥΜ»!
Πολύ πριν από το «Pacific Rim» και ανεξάρτητα από την υπερ-πληθώρα χολιγουντιανών ταινιών καταστροφής των τελευταίων δεκαετιών, η Άυτού Υψηλότης. Γκότζιρα (όπως είναι και η αυθεντική ονομασία τού πλάσματος) ήταν ανέκαθεν το αρχετυπικό kaiju, που ισορροπούσε ανάμεσα στην τρομολαγνεία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 και την οικολογική ανησυχία, πάντα πρόθυμος να ισοπεδώσει κάποια μεγαλούπολη στις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού, είτε μόνος του είτε με τη βοήθεια κάποιου εξίσου υπερμεγέθους τέρατος.
Ευτυχώς, παρά το σύγχρονο στήσιμο της ιστορίας, ο Γκάρεθ Έντουαρντς δε φαίνεται να ξεχνά την πραγματική προέλευση του (ας το παραδεχτούμε) «ήρωα» και δημιουργεί ένα φιλμ που είναι τόσο μοντέρνο, ακολουθώντας τις σύγχρονες επιταγές για θέαμα που (σχεδόν κυριολεκτικά) δε χωράει στην οθόνη, όσο και… retro, καθώς όχι μόνο δανείζεται την αυθεντική μορφή τού Γκότζιρα αλλά βυθίζεται και στις θεματικές των πρώτων ταινιών του (συμπεριλαμβανομένης και της εμφάνισης επιπλέον τεράτων και των μεταξύ τους αναμετρήσεων, φέρνοντας στο μυαλό εποχές «Γκοτζίλα Εναντίον Μόθρα»). Παίρνει το χρόνο του μέχρι να εισαγάγει το τέρας, μπλέκει γύρω από την ιστορία του δόκτορες και ειδικούς που με μέγιστη σοβαρότητα απαγγέλλουν ψευτοεπιστημονικές, ουσιαστικά, ανοησίες, τονίζει το δράμα ανάμεσα στους περιφερειακούς ανθρώπινους χαρακτήρες μέχρι να αρχίσουν οι… κατεδαφίσεις και προετοιμάζει το έδαφος της καταστροφής με το πρώτο ορεκτικό τέρας, ακριβώς όπως θα έκανε και μια ταινία της αρχικής ιαπωνικής σειράς.
Μέχρι την επίσημη παρουσίαση του τέρατος, το πρώτο μισό της ταινίας αναλώνεται κυρίως σε στερεοτυπικούς χαρακτήρες, οι οποίοι επιδίδονται σε στερεοτυπικές ενέργειες (ξέρεις, παιδικά τραύματα, εκκρεμότητες από το παρελθόν, μυστηριώδεις επιχειρήσεις που σχετίζονται με το παρόν, συνωμοσίες, μυστηριώδεις επιστημονικές δραστηριότητες, όλα θα τα βρεις εδώ), όμως, άπαξ και ο ο Γκότζιρα κάνει την εμφάνισή του, τα πάντα αλλάζουν επίπεδο και κάθε λεπτό αναμονής αποκτά αυτόματα αξία μπροστά στις εικόνες εκπληκτικής σύνθεσης τις οποίες «γεννάει» ο Έντουαρντς. Η πρώτη εμφάνιση του Γκότζιρα μετά το tsunami, η μάχη του με το Μούτο στο αεροδρόμιο του Τόκυο, η ήδη σκηνή ανθολογίας με τους αλεξιπτωτιστές, το παράξενο ζευγάρωμα των δύο τεράτων, οι παράπλευρες απώλειες που αποτυπώνονται μέσα από αντανακλάσεις ή off-camera, με το φως των εκρήξεων και τον έντονο καπνό να μαρτυρά μόνο την ύπαρξή τους, δημιουργούν ένα εντυπωσιακό σερί σεκάνς, οι οποίες απαρτίζουν ένα ασυνήθιστο blockbuster, που τεχνηέντως αποφεύγει τη μόνιμη παγίδα κάθε σύγχρονου δείγματος του είδους: το φρενήρες μοντάζ.
Κάθε σκηνή είναι χωροθετημένη με τάξη, κάθε πλάνο καλύπτει το χρόνο που χρειάζεται, η κάμερα δανείζεται τον αργό ρυθμό κίνησης των τεράτων για να αποτυπώσει καθαρά κάθε τους ενέργεια και οι γωνίες λήψεις επιλέγουν πρωτότυπες και απρόσμενες διαδρομές για να παρουσιάσουν τη δράση. Ο Έντουαρντς δεν επιθυμεί να εντυπωσιάσει με το βαθμό των εκρήξεων ή τις γρήγορες εναλλαγές των σκηνών αλλά να δημιουργήσει σταδιακά μια υπνωτιστική ατμόσφαιρα, που χαρίζει στους πραγματικούς, τεράστιους πρωταγωνιστές του θεϊκές διαστάσεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο «Godzilla» του Έντουαρντς χαρακτηρίζεται από μια οξύμωρη αίσθηση οικονομίας καθώς, έχοντας αποκομίσει εμπειρία από το low budget παρελθόν του με το «Monsters» (2010), ο σκηνοθέτης προτιμά υπαινικτικές πρακτικές που κάνουν στην άκρη μόνο όταν έρχεται η ώρα για τη ρεαλιστική αποτύπωση μιας μεγάλης καταστροφής. Αυτό οδηγεί σε ένα πραγματικά ακριβό φιλμ, που ενώ αναπόφευκτα προδίδει τον προϋπολογισμό του, δεν αγωνιά να τον «τρίψει» ξεδιάντροπα στο πρόσωπο του θεατή.
Εξάλλου, μιλάμε για μια ταινία που η κύρια θεματική της αφορά τη σύγκρουση μεταξύ… τριών τεράστιων τεράτων! Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες παραμένουν μέχρι το τέλος «χάρτινοι», βοηθώντας ουσιαστικά μόνο στο να δώσουν προοπτική στην πραγματική διάσταση του μεγέθους των τεράτων και να παρουσιάσουν μέσα από τα μάτια τους την εξωπραγματική αλληλουχία των γεγονότων. Δεν είναι οι προσωπικές ιστορίες τους που έχουν ενδιαφέρον αλλά η προσωπική τους ματιά και τα ερεθίσματα που λαμβάνουν οι αισθήσεις τους. Ακριβώς γι’ αυτό, η ηχητική μπάντα της ταινίας (εξαιρετικός Αλεξάντρ Ντεσπλά για άλλη μια φορά στον τομέα της μουσικής) άλλοτε επικεντρώνεται στον ήχο της καταστροφής, άλλοτε στις βαθιές ανάσες των ανθρώπων, άλλοτε στις κραυγές τους, άλλοτε στην απόλυτη σιωπή. Η ιστορία του Γκότζιρα δεν είναι η ίδια χωρίς τους ανθρώπους, ακόμα και αν εκείνοι χάνονται αναπόφευκτα στη σύγκριση.
Στο τέλος, αυτό που καταφέρνει ο Έντουαρντς είναι να δημιουργήσει ένα φιλμ που εντυπωσιάζει τις αισθήσεις αλλά δε ζαλίζει, που είναι σοβαρό αλλά όχι σοβαροφανές, αναγνωρίζοντας την… b-movie προέλευση της ιστορίας και της επιστημονικής της αιτιολόγησης, που δε βασίζεται στην ανθρώπινη παρουσία αλλά τη χρησιμοποιεί ως μέσο αποτύπωσης των γεγονότων. Ακόμα και η οικολογική διάσταση της ταινίας ανταλλάζει το «η ραδιενέργεια φταίει για όλα» του αυθεντικού «Godzilla» σε «η φύση θα λύσει μόνη της όλα της τα προβλήματα», μεταφέροντας το επίκεντρο της ιστορίας μακριά από τα ανθρώπινα χέρια. Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, ο Γκότζιρα μπορεί να ξεκινήσει και πάλι να βρυχάται, όπως του αξίζει.