ΓΚΛΟΡΙΑ (2019)
(GLORIA BELL)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεμπαστιάν Λέλιο
- ΚΑΣΤ: Τζουλιάν Μουρ, Τζον Τουρτούρο, Κάρεν Πιστόριους, Μάικλ Σέρα, Μπραντ Γκάρετ, Τζιν Τρίπλχορν, Ρίτα Γουίλσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Διαζευγμένη γυναίκα μέσης ηλικίας δεν δείχνει διατεθειμένη να παραιτηθεί της κοινωνικής ζωής της. Μεταξύ δουλειάς και νυχτερινών χορευτικών club, γνωρίζει και ερωτεύεται ώριμο άνδρα. Ο δρόμος της ευτυχίας ανοίγεται μπροστά της, οι στροφές του, όμως, είναι πολλές.
Μην με υπολογίζετε στους φανατικούς φίλους της original «Gloria» (2013). Επρόκειτο για την ταινία που έβαλε το όνομα του Χιλιανού σκηνοθέτη Σεμπαστιάν Λέλιο στον κινηματογραφικό χάρτη, διαγράφοντας θριαμβευτική πορεία στα διάφορα ανά τον κόσμο φεστιβάλ, το αισθηματικό όμως δράμα με ηρωίδα μία μεσήλικη γυναίκα στο Σαντιάγκο της Χιλής, ελάχιστα πράγματα είχε να μου πει. Αναδείκνυε, μεν, το ταλέντο του σαραντάχρονου τότε auteur σε ό,τι αφορούσε την ικανότητά του να παίρνει εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, ταυτόχρονα όμως σαν να σήμαινε την αυτοπαγίδευσή του σε έναν μόνιμο, γυναικείου τύπου προβληματισμό, άνευ κάποιας πραγματικά σπουδαίας ιστορίας προς διήγηση, καθώς μετά βεβαιότητας πλέον μπορούμε να πούμε ότι είναι καλύτερος σκηνοθέτης από σεναριογράφος. Κατάφερε, πάντως, με το επόμενό του φιλμ, το «Μια Φανταστική Γυναίκα» (2017), να κερδίσει το ξενόγλωσσο βραβείο Όσκαρ (δεν συνιστά κάποιου είδους «έγκλημα» τούτη η βράβευση, ειδικά στη συγκεκριμένη κατηγορία, όπου κατά καιρούς τα έχουμε δει όλα, θεωρώ όμως πως το ρωσικό «Χωρίς Αγάπη» ήταν η καλύτερη υποψηφιότητα εκείνης της πεντάδας), για να πάρει κάπως έτσι διεθνές διαβατήριο, που δεν τον οδήγησε σε κάτι το εξαιρετικό αλλά στη χρυσή μετριότητα της «Ανυπακοής» (2018).
Η απόφασή του να επανέλθει τόσο σύντομα στην ταινία που τον έκανε γνωστό και να την ξαναγυρίσει με ουσιαστικά το ίδιο ακριβώς σενάριο, αλλά με αγγλόφωνο καστ, στοχεύοντας προφανώς σε ένα πιο μεγάλο κοινό, μεταφέροντας απλά τη δράση από την πατρίδα του στο Λος Άντζελες, δεν ξέρω πώς πρέπει να εκληφθεί. Δεν είναι και ό,τι το πιο σύνηθες άλλωστε κάτι τέτοιο (το «Funny Games» του Μίκαελ Χάνεκε είναι ίσως το πλέον χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, μαζί με το «Ju-On: The Grudge» του Τακάσι Σιμίζου), αλλά εάν πρέπει κάπως να εξηγήσω την κίνηση αυτή, περισσότερο σε ανασφάλεια μου βγάζει. Όπως και να ‘χει, πάντως, το remake τούτο είναι αχρείαστο, καθώς όχι μόνο δεν προσθέτει απολύτως τίποτα το ουσιαστικό στο πρωτότυπο, αλλά αφαιρεί κιόλας, καθώς το κοινωνικό υπόβαθρο και ο περίγυρος του αστικού / λευκού Λος Άντζελες πολύ πιο δύσκολα γίνεται πιστευτό πως μπορεί να οδηγήσει σε ασταθείς συμπεριφορές, σε σχέση με την ευρισκόμενη σε αναταραχή (όπως φαίνεται και σε μία σχετική σκηνή της original ταινίας) χιλιανή πρωτεύουσα.
Εάν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μία μόνο φράση το τι εστί «Γκλόρια», θα πηγαίναμε σ’ εκείνη που σε μια στιγμή ξεστομίζει η εμφανιζόμενη στον ομώνυμο ρόλο Τζουλιάν Μουρ. «Κάποιες μέρες είμαι χαρούμενη και κάποιες δεν είμαι», αναφέρει προσπαθώντας να κρύψει πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο τη θλίψη της. Η γυναίκα ζει πλέον μια βαρετή, σχεδόν μίζερη ζωή, με τον γιο της παγιδευμένο σε έναν αποτυχημένο γάμο, την κόρη της να ετοιμάζεται να ακολουθήσει τον καλό της στο εξωτερικό και την ίδια να βρίσκει μοναδική διέξοδο στα προβλήματά της στον χορό και το τραγούδι. Και όταν λέμε χορό και τραγούδι, εννοούμε… πολύ χορό και τραγούδι, μιας και η Γκλόρια του δίνει και καταλαβαίνει είτε στο dancefloor είτε στο άτυπο… carpool karaoke στο οποίο επιδίδεται, καθώς ο Λέλιο έχει επιλέξει (με χειρουργική ακρίβεια, θα έλεγα) ένα άσμα για κάθε μία από τις ψυχολογικές καταστάσεις τις οποίες εκείνη βιώνει.
Ετοιμάζεται η Γκλόρια να συναντήσει τον Άρνολντ, τον συνομήλικο άνδρα ο οποίος θέλει (όπως τουλάχιστον λέει) να αφήσει επιτέλους πίσω του το προ ενός έτους διαζύγιό του; «No More Lonely Nights» με τον Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Το πράγμα φαίνεται να στραβώνει γιατί αυτός επιδεικνύει μια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά; «Alone Again (Naturally)» με τον Γκίλμπερτ Ο’Σάλιβαν. Σαγηνευτικό κέφι στην πίστα με τα φωτορυθμικά, με παράλληλο κλείσιμο του ματιού για το ονοματεπώνυμο της ηρωίδας; «Ring My Bell» με την Ανίτα Γουόρντ. Συναισθηματική κατάρρευση του τύπου τέρμα, ώς εδώ; Θα ταίριαζε γάντι το «Μια Ζωή Πληρώνω» με την Ρίτα Σακελλαρίου, παίζει όμως το «Total Eclipse of the Heart» της Μπόνι Τάιλερ, με το οποίο σταματάω το… μουσικό πρόγραμμα, κάτι που πάντως δεν συμβαίνει στο φιλμ, μιας και υπάρχουν κι άλλα ανάλογα παραδείγματα. Το soundtrack, από την άλλη, είναι η μόνη ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην ισπανόφωνη και στην αγγλόφωνη εκδοχή, καθώς τα δεκάδες ανάλογου κλίματος τραγούδια που ακούγονταν στο πρώτο, δεν λένε τίποτα στο πέραν της Λατινικής Αμερικής κοινό (με μία-δύο μοναχά εξαιρέσεις), σε αντίθεση με τις πασίγνωστες επιτυχίες που παίζουν σε τούτο.
Η Τζουλιάν Μουρ είναι εξαιρετική ηθοποιός, έχει όμως ένα «πρόβλημα» που δεν την βοηθάει καθόλου στο να αποδώσει με περίσσεια πειθώ τον χαρακτήρα της, στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό που τα κατάφερνε η εξίσου πολύ καλή πρώτη διδάξασα του ρόλου, Παουλίνα Γκαρσία. Η Μουρ είναι πολύ όμορφη γυναίκα (και τα γυαλιά που φορά εδώ δεν ακυρώνουν καθόλου αυτό το γεγονός, ούτε την κάνουν να μοιάζει με «λαϊκιά»). Πλησιάζει πια τα εξήντα χρόνια, η γοητεία της όμως είναι σε τέτοιο βαθμό απαράμιλλη, που δύσκολα κάποιος μπορεί να δεχθεί πως είναι τόσο ανικανοποίητη στην αισθηματική της ζωή, πόσω μάλλον όταν δεν δείχνει να έχει κανενός είδους «κουσούρι». Ίσα-ίσα που βρίθει προτερημάτων, καθώς είναι φιλική, άνετη και ανεξάρτητη. Από πού προκύπτει όλη αυτή η μιζέρια και η συχνή κυκλοθυμία της, άραγε; Πειστικές απαντήσεις δεν υπάρχουν, αφού αυτές φαίνεται να παραπέφτουν κάπου ανάμεσα στα σούρτα φέρτα από γραφείο σε nightclub, και στα rendez-vous με τον βαριεστημένο Άρνολντ του Τζον Τουρτούρο. Δεχόμαστε απλά πως κάποιες μέρες είναι χαρούμενη και πως άλλες δεν είναι, μέχρι να ακουστεί το «Gloria» με τη Λόρα Μπράνιγκαν (αντί του Ουμπέρτο Τότσι στο original) και όλο αυτό να φτάσει ανώδυνα στο τέλος του.