ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ ΙΙ (2024)
(GLADIATOR II)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίντλεϊ Σκοτ
- ΚΑΣΤ: Πολ Μεσκάλ, Πέδρο Πασκάλ, Κόνι Νίλσεν, Ντενζέλ Γουόσινγκτον, Τζόζεφ Κουίν, Φρεντ Χέκιντζερ, Ρόρι ΜακΚαν, Τιμ ΜακΊνερνι, Ντέρεκ Τζάκομπι, Ματ Λούκας, Γιουβάλ Γκονέν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 148'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο Λεύκιος, ο επιζών μοναχογιός του Μάξιμου, συλλαμβάνεται από τους Ρωμαίους κι ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του ως μονομάχος στην αρένα του Κολοσσαίου, ελπίζοντας να κερδίσει την ελευθερία του αλλά και να εκδικηθεί τον στρατηλάτη Ακάκιο, ο οποίος σκότωσε τη σύζυγό του.
Κρίμα. Η γελοιοποίηση είναι το μοναδικό πράγμα που επιτυγχάνει στην καριέρα του εδώ και κάμποσα χρόνια ο Ρίντλεϊ Σκοτ (με ουσιαστική εξαίρεση την «Τελευταία Μονομαχία» του 2021). Στην παρούσα περίπτωση, παίρνει το οσκαρικό του hit από το 2000 (δίχως δάφνες για τον ίδιο προσωπικά…) και το αναπαράγει σε τέτοιο βαθμό που μπλέκονται οι έννοιες του sequel και του remake! Ακόμα χειρότερα, με ένα εξωφρενικά παράδοξο σκεπτικό, ο «Μονομάχος ΙΙ» μοιάζει με «Μπεν Χουρ» (δίχως το θρησκευτικό στοιχείο) που έπαθε… «Καλιγούλα» (δίχως το σεξ)!
Μέσα σ’ ένα CGI μπούκωμα και δίχως ίχνος ανανεωτικού οράματος ή άποψης στη σκηνοθεσία, το φιλμ κάνει «επική» έναρξη με την κατάκτηση της Νουμιδίας από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, τόπου κατοικίας του Λεύκιου, ο οποίος χάνει την αγαπημένη του σύζυγο από βέλος του Ακάκιου, στρατηγού που προσφέρει απλόχερες νίκες και εδάφη επεκτατισμού στους αυτοκράτορες – αδελφούς Γέτα και Καρακάλλα. Καθώς παρακολουθούσα πληκτικά την όλη στον-αυτόματο-πιλότο σεκάνς, θυμόμουν την εισαγωγή του «Στρατιώτη Ράιαν» (1998) του Στίβεν Σπίλμπεργκ (για την οποία εξακολουθώ να έχω ηθικές αναστολές) και μια στενοχώρια για τον (τόσο γερασμένο) Σκοτ την ένοιωθα…
Σκλάβος πια, ο Λεύκιος… (παύση) εεε… από αυτό το σημείο κι έπειτα είναι σαν να (ξανα)βλέπεις τον original «Μονομάχο»! Με χειρότερο casting! Με storyline που λες και ντρέπεται να μετακυλήσει προς το μελόδραμα, με κούφιους χαρακτήρες και τη σκιά ενός «legacy» σε καρμπόν, η μοναδική αχτίδα φωτός για να ψυχαγωγηθεί ο θεατής είναι οι μονομαχίες στην (όποια) αρένα. Εδώ οι επιφυλάξεις ξεκινούν από τα… αγνώστου προέλευσης και είδους ψηφιακά πιθηκοειδή της πρώτης τέτοιας σεκάνς (με σαγόνια που θα ζήλευαν και τα alien!), ενώ το (κάθε) μέτρο εξαϋλώνεται στη σεκάνς όπου το Κολοσσαίο μετατρέπεται σε… θαλάσσιο (!) terrain με τριήρεις που πλέουν πάνω από σμήνη καρχαριών! Τέτοιο ξεφτιλίκι αναληθοφάνειας και κουταμάρας δεν θυμάμαι από πότε είχα να δω! Μετά από αυτό, έπαψα να βλέπω με υπομονή το όλο «θέαμα».
Η σκέψη ότι μιλάμε για συνέχεια έργου που έχει τιμηθεί με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας σε κάνει να σαστίζεις. Η δε επιλογή (εδώ) να μένει ζωντανός ο ομώνυμος ήρωας στο τέλος, σκιάζει στην ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει κι άλλο sequel! Κάπου στον κόσμο, είμαι βέβαιος πως ο Ράσελ Κρόου θα χαϊδεύει το αγαλματίδιό του χαιρέκακα και… θα σκάει στα γέλια!