FreeCinema

Follow us

ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ (1997)

(FUNNY GAMES)

  • ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μίκαελ Χάνεκε
  • ΚΑΣΤ: Σουζάνε Λόταρ, Ούλριχ Μιούχε, Φρανκ Γκέρινγκ, Άρνο Φριτς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD

Μέχρι σήμερα, η εικονογράφηση της βίας ή και η ρεαλιστική οπτική καταγραφή της, προκαλούσε είτε την ηδονική απόλαυση είτε την αποστροφή και το κλείσιμο των ματιών. Μέχρι σήμερα, «παίζατε» με τη βία ως θεατές εκ του ασφαλούς. Νομίζατε ότι γνωρίζατε τους κανόνες, αλλά παίζατε δίχως αντίπαλο! Ήσασταν οι κερδισμένοι… έξω απ’ το παιχνίδι.

«Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζετε, πάντως δεν πρόκειται να συμμετάσχω σ’ αυτό», λέει η μητέρα της οικογένειας λίγο μετά την έναρξη του φιλμ. Πολύ αργά, και για εκείνη και για εσάς. Η μεν θα συνειδητοποιήσει σύντομα ότι έχει διορία δώδεκα ωρών για να… πεθάνει κι εσείς πως έχετε πέσει «θύματα» μιας διπολικής παγίδας υπό μορφή σαδιστικά μελετημένου παιχνιδιού.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Διαδρομή σε ειδυλλιακό τοπίο και test γνώσεων κλασικής μουσικής. Η μελωδική συνοδεία του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ διακόπτεται βίαια από την βρώμικη «ρυnk» jazz του Τζον Ζορν και τα κατακόκκινα «αιματοβαμμένα» credits της ταινίας. Αντρόγυνο, παιδί, σκύλος. Εξοχικό σπίτι δίπλα σε λίμνη. Σκάφος, μπαστούνια golf. Γεύση από αστική ζωή. Οι γείτονες έχουν δύο άγνωστους νεαρούς επισκέπτες. Η μητέρα εκνευρίζεται από την κατά τα άλλα ευγενική παρουσία του ενός στην κουζίνα της. Ο Πίτερ της ζητά επιτακτικά μια τετράδα αβγών, αφού τα έχει ήδη σπάσει στις δύο προηγούμενες απόπειρές του. Ο φίλος του, Τομ, δανείζεται ένα μπαστούνι του golf για να παίξει, ο σύζυγος προσπαθεί να παρέμβει, χωρίς να μπορεί να αιτιολογήσει την παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί. Τα πνεύματα οξύνονται, οι δύο άγνωστοι γίνονται απειλητικοί και το παιχνίδι ξεκινά. Ο Τομ τους προτείνει να μαντέψουν πού βρίσκεται το πτώμα του σκύλου που σκότωσε με το μπαστούνι του golf…

Μέχρι στιγμής, παρά τους αργούς ρυθμούς του, το «Funny Games» μοιάζει με ένα τυπικό θρίλερ κι αυτή η ιδέα – ελπίδα επαναπαύει τον θεατή. Ξαφνικά, όμως, ο Τομ ρίχνει μια ματιά προς το μέρος μας και κλείνει το μάτι χαμογελώντας, ίσως γιατί εμείς έχουμε καταλάβει πού έχει κρύψει το πτώμα του σκύλου! Παίζουμε. Το πρόβλημα είναι με ποια πλευρά είμαστε: με τους δύο δολοφόνους (έχουν ήδη σκοτώσει τη γειτονική οικογένεια και ποιος ξέρει πόσους ακόμα) ή με την οικογένεια των ηρώων μας που δεν έχει σχεδόν καμία ελπίδα επιβίωσης; Ο Τομ και ο Πίτερ θέτουν το στοίχημα: «Εσείς λέτε ότι θα είστε ζωντανοί μέχρι αύριο κι εμείς ότι θα είστε νεκροί. Εντάξει;»! Ολοφάνερα, η Άννα, ο Γκέοργκ και ο γιος τους χάνουν, όπως και να ‘χει. Αυτό δεν πρέπει να μας προβληματίζει. Το παιχνίδι για μας έχει ως εξής, και ο Τομ μας ρωτάει ευθέως: «Νομίζετε ότι έχουν έστω και μία πιθανότητα να κερδίσουν; Με το μέρος τους δεν είστε; Λοιπόν, με ποιον στοιχηματίζετε;».

Σας αρέσει να χάνετε σ’ ένα παιχνίδι; Πάρτε το μέρος της οικογένειας. Ο Μίκαελ Χάνεκε μοιράζει ψήγματα ελπίδας προς το αστικό αδιέξοδο. Παίζει με τα γνώριμα στοιχεία του θρίλερ, για να βασιστείτε κάπου. Αυτή η τάξη, όμως, δεν αποδέχεται – στην εφησυχασμένη «απομόνωσή» της – τη βία ως κοινωνικό φαινόμενο. Στέκει ως μακρινός θεατής, ο οποίος ενίοτε την απολαμβάνει, παρατηρώντας την με ψυχρότητα. Μέσα από τα media και τη βιομηχανία του θεάματος (άρα, εκτός παιχνιδιού), η βία ικανοποιεί το κοινό των σύγχρονων «αρένων». Εντός παιχνιδιού, οι ήρωες της ταινίας εκλιπαρούν για το δικαίωμα στη ζωή. Η ζωή, όμως, δεν ανταλλάσσεται με τίποτα. Απλά, εξευτελίζεται.

Επιλέξατε την λιγότερο ψυχοφθόρα οδό, εκείνη των δολοφόνων; Προϊόντα αστικού κωλοπαιδισμού με υπαρξιακά προβλήματα (εκδοχή χαρακτηρισμού του Τομ για τον Πίτερ). Ακούγεται αστείο, αλλά είναι απολύτως επικίνδυνο. Αυτά τα δύο παιδιά, που παίζουν ακόμη και με τα ονόματά τους (τα οποία αλλάζουν μεταξύ τους όταν δεν αποκαλούνται… Τομ και Τζέρι ή Μπίβις και Μπάτχεντ), είναι η απόλυτη δύναμη καταστροφής. Μια μορφή «ιού» που έχει προσβάλει την ανθρωπότητα, έχει ξεφύγει από τον έλεγχο και κατασπαράζει την κοινωνική σήψη δίχως σταματημό. Ξεχάστε τις κατώτερες τάξεις (εξολοθρεύονται άνετα…) και φανταστείτε την fiction δράση της ταινίας σε ένα μελλοντικό, ρεαλιστικό επίπεδο: οι αστοί βιώνουν την φυσική ανάγκη της βίας ως προνόμιο απόλαυσης! Ύστερα απ’ αυτό, τι άλλο μπορεί ν’ ακολουθεί, πέρα από το τέλος;

«Προσπαθείτε να μας τρομάξετε;», ρωτά ο πατέρας, λες και αγωνιά με τη φωνή του θεατή. Ναι, απαντά ο Χάνεκε, οδηγώντας την ταινία στα άκρα, χωρίς όμως να χρησιμοποιεί εικόνες βίας ή να παρουσιάζει τους δολοφόνους σαν απεχθή τέρατα. Πολύ απλά, τεντώνει όσο περισσότερο μπορεί το σχοινί της λογικής. Διαταράσσει την ισορροπία της. «Μην ξεχνάμε τον παράγοντα διασκέδαση», συνιστά ο Πίτερ. Το παιχνίδι δίνει ευκαιρίες ή τιμωρεί τα πιόνια – κοινό, με όποια πλευρά κι αν ταυτίζονται, αλλά προδιαγράφει την οριστική άφεση αμαρτιών προς τους δολοφόνους σε μία σκηνή που γράφει ιστορία, οπλίζοντάς τους με έναν… από μηχανής Θεό! Κι αν υπάρχει Θεός, ειλικρινά, δεν ξέρω υπέρ ποιων θα στοιχημάτιζε, από τη στιγμή που η Άννα ομολογεί πως δεν γνωρίζει καμία προσευχή…

«Θέλουμε να προσφέρουμε κάτι στους θεατές και να δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε, σωστά;», λένε οι δολοφόνοι. Και αυτό που πρόκειται να δείτε στο «Funny Games» είναι η βία στην πιο σαδιστική και αληθοφανή μορφή της. Ακριβώς ό,τι φοβόσασταν να σκεφτείτε σ’ αυτήν τη ζωή: η εγκεφαλική βία. Το ερώτημα παραμένει και θα φωλιάσει για τα καλά μέσα σας. Θέλετε να πεθάνετε πρώτοι ή να απολαύσετε την εμπειρία, πριν φτάσει και η δική σας ώρα; Γιατί, όπως γνωρίζουμε όλοι μας πολύ καλά, από τον θάνατο δεν γλίτωσε κανείς, σε όποιο Θεό κι αν πίστευε… Κάθε φορά που η ταινία επιστρέφει στο μυαλό μου, θυμάμαι και σιγοτραγουδώ εκείνο το κομμάτι των R.E.M.: «It’s the end of the world as we know it…». Αν αύριο καταργηθούν οι νόμοι που μας «προστατεύουν» από τον συνάνθρωπό μας, τότε το «Funny Games» είναι ένα κοινωνικό manifesto για το μέλλον του κόσμου – ως το τέλος του…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το άνωθεν κείμενο είναι η κριτική που έγραψα για το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ (τεύχος 85) το 1997, όταν το φιλμ διανεμήθηκε για πρώτη φορά στους ελληνικούς κινηματογράφους. Αν και τα περισσότερα βραβεία (αγκαζέ με την παγκόσμια καταξίωση) ακολούθησαν χρόνια αργότερα, το «Funny Games» ήταν το ουσιαστικό breakthrough του Μίκαελ Χάνεκε, με το Φεστιβάλ των Καννών να χτίζει (με έναρξη τούτο το φιλμ) τα γερά θεμέλια μιας καριέρας αρκετά αμφιλεγόμενης. Έως και σήμερα, επιμένω στην αντίληψη ότι αυτή είναι η καλύτερη ταινία του. Το 2007, ο Χάνεκε σκηνοθέτησε το αμερικανικό remake (!) του «Funny Games», ένα ολότελα άκυρο copy / paste του πρωτότυπου φιλμ, που αν και δεν είναι η χειρότερη στιγμή της φιλμογραφίας του, σίγουρα αποτελεί το μεγαλύτερο (και πιο ντροπιαστικό) λάθος του.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.