ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (1999)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κωνσταντίνος Γιάνναρης
- ΚΑΣΤ: Στάθης Παπαδόπουλος, Κώστας Κοτσιανίδης, Παναγιώτης Χαρτοματσίδης, Δημήτρης Παπουλίδης, Θεοδώρα Τζήμου, Ανέστης Πολυχρονίδης, Νίκος Καμόντος, Στέλιος Τσεμπογλίδης, Γιώργος Μαυρίδης, Παναγιώτα Βλαχοσωτήρου, Σύλβια Βενιζελέα, Αιμίλιος Χειλάκης, Βάσιας Ελευθεριάδης, Εύρη Σωφρονιάδου, Γιάννης Κοντραφούρης, Τάσος Νούσιας, Ελένη Φίλιππα, Κώστας Γώγος, Αργύρης Ξάφης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD
Τέρμα το σινεμά του χιονιού και της ομίχλης, της μουγκαμάρας και των μαραθώνιων πλάνων, του «εικονικού» βίου όπως τον έζησαν οι πένες της «διανόησης». Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης «ποτίζει» το σινεμά με αλήθεια, ιστορίες του δρόμου και ήρωες με υπαρκτή μοίρα.
Ένας αθέατος συνομιλητής απευθύνει διαρκώς ερωτήσεις στον Σάσια, έναν 17χρονο Ρωσοπόντιο, παιδί της πλατείας Ομονοίας, ξεριζωμένο από πατρίδα, παρελθόν και μέλλον. Αίμα ελληνικό, γλώσσα ξένη. Ο φακός τον «εκτελεί» με βαθύ βλέμμα κι εκείνος τα χάνει, μα καταφέρνει να αντεπιτεθεί με λέξεις «σπασμένες», ήχο «βρώμικο» και ματιές που στοιχειώνουν από πόνο. Σκηνικό, ένα «φαστφουντάδικο» της πλατείας. Πίσω, περνάμε εμείς… Χανόμαστε βιαστικά. Σ αυτό τον κόσμο, εμείς είμαστε οι ξένοι… Εμείς παραβιάζουμε τα «σύνορά» τους, χωρίς την τόλμη να ρίξουμε μια δεύτερη ματιά. Αυτός ο υπό-κοσμος, ο τρόμος και η αγωνία του, είναι ό,τι πιο… ελεύθερο και δημοκρατικό τους έχουμε παραχωρήσει. Αυτή η ζωή τους ανήκει. Μέχρι τη στιγμή που θα καταλάβουν πως, στ’ αλήθεια, δεν τους ανήκει τίποτα… Κι όταν αυτό μπει βαθιά μέσα στο πετσί, ο Σάσια θα μας κοιτάξει ξανά. Δεν θα βρίσκει λέξεις κι εμείς άλλη εικόνα για να «δραπετεύσουμε» από αυτή την απόγνωση. Ο Σάσια είναι παιδί και ίσως πεθάνει παιδί…
Οικογένεια από το Καζακστάν, τόπος κατοικίας το Μενίδι, επάγγελμα βιοπάλη. Για σχολείο ούτε κουβέντα και στην οικοδομή… γάμα τα. Διαρκώς απών. Τον κερδίζει η Ομόνοια, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα μπουρδέλα, το ψωνιστήρι για χαρτζιλίκι, η μαστούρα της φυγής, τα ματσωμένα γκομενάκια των βορείων προαστίων που επιδιώκουν το ευκαιριακό γαμήσι από καλογυμνασμένο τεκνά. 24 ώρες του κάθε χαμένου 24ώρου, ο Σάσια κλείνει τα μάτια κι ονειρεύεται πως θα κατακτήσει την πόλη, τη ζωή εκεί έξω ή ακόμη και το απόλυτο παρόν, το σήμερα έστω… Με τη διαφορά ότι ονειρεύεται από την πιο απομακρυσμένη άκρη της πόλης και η φαντασία δεν αρκεί για να ζήσεις το όνειρο.
Η παρέα του Σάσια βρίσκεται στην ίδια μοίρα. Ανεργία, σπασμένα ελληνικά, περιθώριο και λεφτά πεταμένα στα τυχερά παιχνίδια, στα clubs και στο τσιγαριλίκι. Ο Παναγιώτης, ο Κοτσιάν, ο Ανέστης, ο Στέλιος και ο Τσόρνι, κουβαλήθηκαν κι αυτοί από πατρίδες «δικές μας», στο δικό μας… πουθενά. Δίπλα τους, κρατώντας το κλειδί της «ευτυχίας», οι Αθηναίοι δευτεραγωνιστές του φιλμ: η Θεοδώρα (ευκατάστατη νεαρά clubber, με πάθος στα drugs και το κρεβάτι), ο Νίκος (που «γράφει τα τραγούδια της Γαρμπής» και τον ερωτεύεται ο Παναγιώτης) και ο Φίλιππος (το βολεμένο περιθώριο, πρεζόνι που παρασύρει τον Ανέστη στον κόσμο της τέλειας παραίσθησης). Τραγική φιγούρα, η Νατάσα, Ρωσίδα πόρνη που βγαίνει προς πώληση σε Πατρινούς νταβατζήδες και πρέπει να την προσέχει ο Σάσια μέχρι να κλείσει η δουλειά. Ο αθέατος συνομιλητής συνεχίζει την «ανάκρισή» του: «Θα μπορούσες ποτέ ν’ αγαπήσεις πουτάνα;». Ο Σάσια σιωπά…
Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης παρατάει τη Μεγάλη Βρετανία, μετά το «Κοντά στον Παράδεισο» (1995), κι έρχεται να… θυσιαστεί στο βωμό της ελληνικής κινηματογραφίας (βλέπε πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). Ευτυχώς, για εκείνους που θέλουν να βλέπουν μία ή δύο ελληνικές ταινίες το χρόνο. Δυστυχώς, για εκείνους που πρέπει να βραβεύουν (κρατικώς) το ταλέντο. Με μια «μέθοδο» που προσεγγίζει το cinema verité, ο Γιάνναρης αρπάζει την κάμερα, ξεχύνεται στους δρόμους, κάνει τη νύχτα μέρα και παρακολουθεί, μέσα στο οικείο σκοτάδι και την πλασματική λάμψη των πολύχρωμων φώτων, ένα τσούρμο παιδιών – που δεν φτάνουν την ηλικία των 20 – σαν ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι ζουν στο πανί μια πραγματικότητα τόσο κοντινή σ’ αυτό που αποφεύγουν, σ’ αυτά που τους τρομάζουν. Αμεσότητα που σπανίζει, ρυθμός… βολίδα (χρειαζόταν περισσότερη προσοχή στη μουσική, που δεν ακολουθεί πάντοτε, το ίδιο πετυχημένα, τον «μπιτάτο» σφυγμό της εικόνας), ωμή αισθητική, λόγια χύμα βγαλμένα από αδιέξοδα ψυχής και εμπειρίας, ερμηνείες και φάτσες σε κατά μέτωπον επίθεση με συνείδηση και συναίσθημα. Ντόμπρα ταινία από κάθε άποψη. Λιγοστές οι ενστάσεις περί σεναριακής αδυναμίας (γιατί η κάθε δραματουργική κορύφωση να συνοδεύεται από θάνατο;). Ας μην γινόμαστε μίζεροι μπροστά σε τόσες αρετές, όμως. Ο Γιάνναρης κατορθώνει και δίνει ταυτότητα σε μια ταινία που ξεκινά από το «Kids» (1995) του Λάρι Κλαρκ και καταλήγει στην «Ευδοκία» (1971) του Αλέξη Δαμιανού! Το «πάντρεμα» είναι δική του νίκη, και η μόνη συμβουλή ως το επόμενο… step tο heaven είναι η επαφή με το έδαφος…
Το «Από την Άκρη της Πόλης» είναι η καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς, γεγονός που δεν ντρέπεσαι να υποστηρίξεις, από μια εγχώρια παραγωγή που συνήθως «μεταφράζεται» (ποικιλοτρόπως…) σε αρχίδια σινεμά. Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης αντιστρέφει τον κανόνα και αντιπροτείνει… σινεμά με αρχίδια! Πρόβλημα;