FREE SOLO (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζίμι Τσιν, Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Ο Άλεξ Χόνολντ κάνει free solo αναρρίχηση στο Ελ Καπιτάν, έναν κάθετο μονολιθικό σχηματισμό στο βόρειο τμήμα της κοιλάδας Γιοσέμιτι. Και σου φεύγει η ψυχή.
Το «Free Solo» των Τζίμι Τσιν και Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλι τιμήθηκε (άξια) με το βραβείο Όσκαρ του καλύτερου ντοκιμαντέρ φέτος, ξεπερνώντας σκληρούς αντιπάλους που εξυπηρετούσαν την όποια πολιτική agenda, τακτική που είθισται να προτιμάται από τους ψηφοφόρους της Ακαδημίας τα τελευταία χρόνια. Από όσα (κινηματογραφικά) ντοκιμαντέρ είχα παρακολουθήσει εδώ και καιρό, τούτο εδώ ήταν εκείνο που έζησα πιο έντονα. Που με έκανε να απορώ για τη… διανοητική κατάσταση των ανθρώπων που αποτολμούν κάτι παρόμοιο, σκαρφαλώνοντας σε απίστευτα υψώματα δίχως την παραμικρή βοήθεια σχοινιών ή εξαρτημάτων. Μόνοι, με τα άκρα τους, ισορροπώντας μεταξύ ζωής και θανάτου. Πιο κυριολεκτικά, δεν γίνεται.
Το φιλμ έκανε… τηλεοπτική πρεμιέρα στις 6 Μαρτίου μέσα από το ελληνικό κανάλι του National Geographic (πρόκειται για παραγωγή τού φημισμένου brand, άλλωστε) και από τις 21 Μαρτίου «μετακομίζει» στη μεγάλη οθόνη, κίνηση σίγουρα αξιοπερίεργη και ελαφρώς… καταδικασμένη, καθώς ο περισσότερος κόσμος που το αναζητούσε την οσκαρική περίοδο μάλλον το έχει ήδη δει κατ’ οίκον. Καταλαβαίνω (ή υποψιάζομαι) λόγους δικαιωμάτων προβολής και προτεραιότητες, απλά η εμφάνισή του «κατόπιν εορτής» από τη διανομή και μάλιστα σε μια εβδομάδα με εννέα κινηματογραφικές πρεμιέρες περισσότερο «τροφή» για σχολιασμό του μπάχαλου των ντόπιων εταιρειών προσφέρει παρά κινητοποιεί τους θεατές. Γνώμη μου.
Ο 33χρονος σήμερα Άλεξ Χόνολντ είναι ο κεντρικός ήρωας του «Free Solo», ένας σχεδόν απλησίαστος και ελαφρώς ακοινώνητος τύπος, loner από μικρό παιδί, που έχει αφιερώσει την ύπαρξή του στο να ταξιδεύει ανά τον κόσμο και να σκαρφαλώνει στα πιο απότομα και δύσβατα βουνά ή γκρεμούς. Το πρώτο θετικό συστατικό τού φιλμ είναι η ψυχολογική προσέγγιση αυτού του ανθρώπου με το σχεδόν μόνιμα «παιδιάστικο» ύφος, που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δεν μεγάλωσε ποτέ. Ζώντας σε ένα διαμορφωμένο σαν τροχόσπιτο βανάκι, έχοντας κόψει το κρέας από τη διατροφή του τα τελευταία χρόνια και αδυνατώντας (συνήθως) να συνάπτει σχέσεις ή να βλέπει κάτι σοβαρό για το μέλλον με μια κοπέλα, ο Χόνολντ ψυχαναλύεται από τους δύο δημιουργούς του ντοκιμαντέρ, οι οποίοι ανατρέχουν στην παιδική ηλικία του και διερευνούν την οικογενειακή του κατάσταση, αναζητώντας τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν τον πρωταγωνιστή μας στο να διαμορφώσει αυτή τη σχεδόν εκκεντρική προσωπικότητα του… «ανθρωποδιώκτη». Προβλέψιμα, το «πρόβλημα» εστιάζεται στην όχι αρμονική συνύπαρξη των (κατόπιν σε διάσταση) γονιών του, με τον Χόνολντ να αφιερώνεται όλο και περισσότερο σε μοναχικές στιγμές ή σε extreme sports, με έμφαση στις αναρριχήσεις. Το ότι η ταινία δεν αποπειράται να σου κάνει συμπαθή ή μη τον Χόνολντ είναι ένα μεγάλο ατού της, καθώς τον παρακολουθεί στην πορεία ενός σταθερού δεσμού με μια κοπέλα που έχει ανάλογα ενδιαφέροντα και, ενδεχομένως, ένα άγχος για το αν μπορεί να βασιστεί σε αυτόν για να ζήσουν μαζί μελλοντικά και ίσως να βρουν ένα σπιτικό ή να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια.
Το δεύτερο σημαντικό συστατικό του «Free Solo» είναι η ύπαρξη ενός κινηματογραφικού συνεργείου, το οποίο πρέπει να βρίσκεται κοντά στον Χόνολντ, άπαξ και αποφασίσει να ανεβεί ώς την κορυφή του Ελ Καπιτάν δίχως την οποιαδήποτε εξάρτηση αναρρίχησης μαζί του. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί την προετοιμασία του εγχειρήματος, καθώς πρέπει να λυθούν τα ζητήματα της παρουσίας των cameramen, του τρόπου λήψης των πλάνων και μιας διαρκούς ανησυχίας των μελών του συνεργείου που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή του Χόνολντ σε κάποιο απαιτητικό και risky σημείο της free solo απόπειράς του (έχουν προηγηθεί αρκετές «πρόβες» με βοηθήματα, ώστε να ελεγχθούν λεπτομέρειες και δυσκολίες της προδιαγεγραμμένης πορείας που θα ακολουθήσει), προκαλώντας το χάσιμο της ισορροπίας του και, προφανώς, τον βέβαιο θάνατό του. Κοινώς, κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, θαυμάζεις και την ομάδα που κινηματογραφεί, με τον Τζίμι Τσιν να πρωτοστατεί, καθώς και ο ίδιος λατρεύει το sport και την ορειβασία ευρύτερα (εκτός από σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ παρόμοιας θεματικής, είναι και ο διευθυντής φωτογραφίας). Τα πλάνα που καταφέρνουν να μας δώσουν αυτοί οι άνθρωποι από ψηλά προκαλούν το δέος και πραγματικό ίλιγγο, με το φιλμ να περιέχει ουκ ολίγες σκηνές τρομακτικού σασπένς (σε βαθμό να μονολογείς από απόγνωση μπροστά στο θέαμα ή και να θέλεις να… ουρλιάξεις!).
Το οποίο μας οδηγεί στο τρίτο και πλέον ουσιαστικό συστατικό του «Free Solo», εκείνο της αναρρίχησης. Αν και είμαστε βέβαιοι ότι ο Χόνολντ… δεν απεβίωσε προσπαθώντας το ακατόρθωτο, ζούμε με ένταση την αγωνία τη δική του αλλά και του συνεργείου του, που ως επί το πλείστον καταλήγει να βασίζεται σε drones και λήψεις εδάφους με δυνατούς τηλεφακούς για να έχουμε το υλικό που… ούτε και οι οπερατέρ αντέχουν να δουν από τα monitors τους ανά στιγμές, σοκαρισμένοι και έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα! Ομολογώ πως το τελευταίο δεκάλεπτο είναι πραγματικά ζόρικο και για τα νεύρα του θεατή, καθώς το ύψος στο οποίο βρίσκεται ο Χόνολντ είναι ικανό να προκαλέσει έντονα συναισθήματα. Είναι η ύστατη ώρα κατά την οποία ο άνθρωπος δοκιμάζει τα όριά του, αντιμετωπίζοντας τον θάνατο με κάθε του ψηλάφημα στο χείλος του πουθενά. Δεν ξέρω αν πρέπει να το αποκαλούμε «αδρεναλίνη», δεν ξέρω αν είναι μια σκέτη τρέλα, όμως είναι σίγουρα κάτι που δίνει στον θεατή χώρο για περαιτέρω σκέψεις. Μπορεί να αισθάνεται σαν ένας «υπεράνθρωπος» ο Χόνολντ, θαυμάζοντας τη θέα από την άκρη της κορυφής του Ελ Καπιτάν; Είναι αυτή η πρόκληση απέναντι στον κίνδυνο του θανάτου η απόλυτη spiritual εμπειρία για έναν θνητό, έναν από εμάς; Μεγάλη κουβέντα, που μπορεί να κάνει ο θεατής ξεπερνώντας το βέβαιο σοκ των τελευταίων στιγμών τούτου του πραγματικά αξιόλογου (και σχεδόν βιωματικού στην έντασή του) ντοκιμαντέρ.