FOXTROT (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαμουέλ Μαόζ
- ΚΑΣΤ: Λιόρ Ασκενάζι, Σάρα Άντλερ, Γιόναταν Σιράι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Η καθημερινότητα ενός ζευγαριού θα αλλάξει για πάντα, όταν μια μέρα τρεις Ισραηλινοί στρατιώτες βρεθούν στο κατώφλι του σπιτιού τους προκειμένου να τους ενημερώσουν πως ο γιός τους είναι νεκρός.
Οκτώ χρόνια μετά τη νίκη του στο Φεστιβάλ της Βενετίας, εκεί όπου το «Lebanon», το μεγάλου μήκους κινηματογραφικό του ντεμπούτο απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα, ο Σαμουέλ Μαόζ επέστρεψε – καθυστερημένα μεν λαμπρά δε – με το «Foxtrot», μια στυλιζαρισμένης φόρμας σπουδή τοπικής μιλιταριστικής Ιστορίας, εξαίσιας απόδοσης εντός του στενού πλαισίου του μικρόκοσμου μιας τυχαίας, ισραηλινής οικογένειας.
Βασισμένο σε ένα σοκαριστικό προσωπικό βίωμα του ίδιου του δημιουργού, το «Foxtrot» είναι ένα φιλμ για το αναπόφευκτο της μοίρας και την τελεολογική ιδέα που θέλει τα πάντα γύρω μας να γίνονται για έναν συγκεκριμένο λόγο, όσο αυθαίρετο ή δίχως υπόσταση κι αν μοιάζει αυτό. Αν και η θεματική του «γραμμένου» / πεπρωμένου και δη αυτή της έμφυτης, οικογενειακής κατάρας είναι κάτι το σύνηθες για το σινεμά του τρόμου, ακόμη και για το είδος του – υπερβολικού – κοινωνικού δράματος, ο Μαόζ διαφοροποιείται συνθέτοντας το πλαίσιο ενός αναπόδραστου ριζικού, με απώτερο σκοπό τη διερεύνηση των «μηχανισμών» της απώλειας και της θλίψης, όλα τους ιδωμένα μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης ισραηλινής πραγματικότητας.
Πράξη πρώτη. Οι Φέλντμαν πληροφορούνται τον θάνατο του γιου τους (Σιράι) από τους συνοφρυωμένους Ισραηλινούς στρατιώτες. Στη θέα τους και μόνο, η μητέρα (Άντλερ) καταρρέει και οι κατάλληλα προετοιμασμένοι μαντατοφόροι τής χορηγούν μια ηρεμιστική ένεση που τη βγάζει «off» για τις επόμενες ώρες. Ο πατέρας (Ασκενάζι) στο άκουσμα των νέων βρίσκεται σοκαρισμένος και ανίκανος να μιλήσει. Οι στρατιώτες τον καθίζουν σε μια καρέκλα και του συνιστούν να πίνει ένα ποτήρι νερό κάθε ώρα, προκειμένου να κρατά τον εαυτό του ενυδατωμένο, ενώ λίγο πριν αποχωρήσουν του εξηγούν τις διαδικασίες ενταφιασμού που ακολουθούνται για έναν στρατιώτη. Πράξη δεύτερη. Ένα συνοριοφυλάκιο, τέσσερις νεαροί στρατιώτες και μια ράθυμη, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα που περιορίζεται στον έλεγχο των στοιχείων των λιγοστών ατόμων τα οποία περνούν τα σύνορα, καθώς και στο σήκωμα της μπάρας για την ημερήσια διέλευση από τις τοπικές… καμήλες. Πράξη τρίτη. Οι Φέλντμαν στο σπίτι πασχίζουν να διαχειριστούν τον χαμό του παιδιού τους, κλαίνε, λογομαχούν και χορεύουν foxtrot, τον χορό που (σε) ξεκινά και (σε) καταλήγει στο ίδιο σημείο, αυτό της εκκίνησης.
Χωρισμένο σε τρία ευδιάκριτα ξεχωριστά αν και άτυπα κεφάλαια, το «Foxtrot» αντλεί την αφηγηματική του δύναμη τόσο από το πανέξυπνο, «κυκλικό» σενάριο (γραμμένο από τον ίδιο τον Μαόζ), όσο και από τον άρτιο σχεδιασμό παραγωγής, το μοντάζ, το σκηνογραφικό και όλα τα υπόλοιπα επιμέρους τεχνικά τμήματα, που σε συνδυασμό με την «τρισυπόστατη» σκηνοθεσία του Ισραηλινού δημιουργού συνθέτουν ένα αποτέλεσμα το οποίο φωνάζει «αριστούργημα» από τις πρώτες κιόλας σκηνές της ταινίας. Η πραγματική μαγκιά του Μαόζ έγκειται στο γεγονός πως το «Foxtrot» μπορεί να μοιάζει με συνονθύλευμα σινεματικών επιρροών και εμπνεύσεων, στην ουσία όμως αποτελεί ένα ξεχωριστό δείγμα κινηματογραφικής σύλληψης και γραφής, κάτι που την ίδια στιγμή το καθιστά γνώριμο, αλλά και εξολοκλήρου πρωτότυπο. Από το στείρο και «κλινικό» περιβάλλον του πρώτου «κεφαλαίου», που φέρνει στο μυαλό το σινεμά του Χάνεκε ή και του Λάνθιμου, στη σουρεαλιστική χρωματική παλέτα του δεύτερου, βγαλμένη απευθείας από το σύμπαν του Ζαν-Πιερ Ζενέ, και από εκεί στον διαλογικό ρεαλισμό και τη στατική κάμερα του τελευταίου, το οποίο προσεγγίζει το χαρακτηριστικό μοτίβο του σύγχρονου ρουμάνικου σινεμά, ο Μαόζ αντιπαραβάλλει την πολύπαθη ιστορία της χώρας του με αυτήν της πρωταγωνιστικής ισραηλινής οικογένειας, σκιαγραφώντας τα πάθη και τα λάθη των προηγούμενων και των μετέπειτα γενεών σε ένα φιλμ που παρά τη σεναριακή του ταυτότητα δεν περιορίζεται εντός των εθνικών του συνόρων, μιλώντας τελικά για θέματα πανανθρώπινα και οικουμενικά.
Ο θεματικός διαχωρισμός της πλοκής αποτελεί σοφή επιλογή, επιτρέποντας έτσι στον Μαόζ και τον διευθυντή φωτογραφίας του, Γκιόρα Μπέγιαχ, να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον περιορισμένο χώρο και χρόνο της εκάστοτε «επεισοδιακής» σεκάνς, προκειμένου να στήσουν κινηματογραφικά το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και δρουν οι ήρωες. Ξεφεύγοντας από την πεπατημένη της δακρύβρεχτης απεικόνισης των οικογενειακών πεπραγμένων, ο Μαόζ ποντάρει στο κατάμαυρο χιούμορ, τον ποιητικό ρεαλισμό, ακόμη το animation (σε μια από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας), προκειμένου να διηγηθεί μια ιστορία για την κυκλικότητα της ύπαρξης και το ανθρώπινο «γραμμένο». Το βάρος όλης αυτής της μοιρολατρικής διάθεσης σηκώνει στις πλάτες του ο εξαιρετικός Λιόρ Ασκενάζι, στον ρόλο ενός επιτυχημένου, γοητευτικού άνδρα που κουβαλά όλα τα σύνδρομα της ουσιαστικής του ρηχότητας, μέχρι τη στιγμή που η αλήθεια τον προσγειώνει απότομα, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με το πραγματικό τίμημα των επιλογών του, σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές της ταινίας κατά την οποία βρέχει τα χέρια του με καυτό νερό σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωματοποιήσει τον πόνο της απώλειας, ίσως ακόμη και να εξαγνιστεί κατά το ρητό «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα».