FLUX GOURMET (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Hardcore «Art-House»
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πίτερ Στρίκλαντ
- ΚΑΣΤ: Άσα Μπάτερφιλντ, Γκουέντολιν Κρίστι, Φάτμα Μοχάμεντ, Μάκης Παπαδημητρίου, Αριάν Λαμπέντ, Ρίτσαρντ Μπρέμερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Ούτε περιγραφή της πλοκής δεν είμαι σε θέση να κάνω!
Θα χρειαστώ τη βοήθεια του… δελτίου Τύπου. «Μία ηχητική κολεκτίβα που δεν μπορεί να διαλέξει όνομα, στεγάζεται σε ένα Ινστιτούτο αφιερωμένο στις μαγειρικές και διατροφικές επιδόσεις. Τα μέλη της παγιδεύονται στις εσωτερικές τους μάχες εξουσίας και σε καλλιτεχνικές βεντέτες, μόνο που η δυσλειτουργική δυναμική τους επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο όταν πρέπει να συναναστραφούν με την επικεφαλής του Ινστιτούτου. Ενώ οι διάφοροι ανταγωνισμοί ξεδιπλώνονται, ένας άλλος ένοικος αντιμετωπίζει γαστρεντερικές διαταραχές και, σε μια προσπάθεια να δώσει αυθεντικότητα στην τέχνη της, η αρχηγός της κολεκτίβας του ζητά να χρησιμοποιήσει την κατάστασή του ως μέρος της παράστασης». Σε αυτό το σημείο να προσθέσω πως η σκηνή της performance / κολονοσκόπησης του Μάκη Παπαδημητρίου, εκτός από highlight του φιλμ, ενδέχεται να συγκίνησε τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ (επειδή δεν είχε σκεφτεί να το κάνει ποτέ…).
Ειλικρινά, δεν βρίσκω τον τρόπο να γράψω κριτική για ένα τέτοιο ανοσιούργημα. Το μόνο βέβαιο είναι πως η φιλμογραφία του Πίτερ Στρίκλαντ οδεύει ολοταχώς προς τα Τάρταρα της «weird» κακογουστιάς, η οποία εδώ φλερτάρει αδυσώπητα (και) με το ελληνικό στοιχείο, σε βαθμό να νομίζεις ότι γίνεσαι μάρτυρας (#diplhs) εγκεκριμένου από το ΕΚΚ σεναρίου «art-house» δημιουργού που έβαλε και κάτι στην τσέπη (από τα χρήματα της παραγωγής, classic), μέχρι να σκαρφιστεί την επόμενη αηδία που θα πλασάρει ως «άποψη» στην Τέχνη. Βοηθά το πυκνό voice-over του Παπαδημητρίου στην ελληνική γλώσσα (!), το οποίο σε αφήνει λίγο μαλάκα και δύναται να σε μπερδέψει ακόμη περισσότερο για το τι ακριβώς παρακολουθείς (γιατί, Μάκη, γιατί;).
Ολόκληρες σεκάνς διαδέχονται η μία την άλλη σαν σε «λούπα» επανάληψης των δρώμενων, εντός φανταστικού ινστιτούτου… βαριάς κουλτούρας, όπου για αδιευκρίνιστο λόγο «παντρεύονται» η μαγειρική και το sound design, ως μουσικός πειραματισμός υπό την έννοια του «sonic catering». Ιστορία σχεδόν δεν υφίσταται, με τον Στρίκλαντ να θεωρεί ότι χλευάζει τα πολιτιστικά ιδρύματα που χρηματοδοτούν την κάθε αλλοπρόσαλλη «παραξενιά» της όποιας δήθεν κολεκτίβας, αν και στο βάθος του μυαλού σου αισθάνεσαι πως και ο ίδιος δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να βρει έναν αντίστοιχο γερό χορηγό για να του πουλήσει τρέλα (και «Τέχνη», φευ!).
Εάν αυτό δεν είναι μία κριτική ταινίας είναι διότι… εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ταινία. Όσο κι αν επιδιώκει να προκαλέσει (γέλια στο βάθος) ο Στρίκλαντ με τις στομαχικές διαταραχές του κυρίου Στόουνς, πασαλείμματα με fake κόπρανα ή την «ευωδία» δαχτύλων που περιεργάζονταν ένα αιδοίο, το «Flux Gourmet» μόνο με τον ορισμό του αξιολύπητου ως κινηματογραφική δημιουργία / εμπειρία μπορεί να ταυτιστεί. Μακάρι να ήταν μονάχα μια performance art για αυτοθαυμαζόμενους φελλούς του «καλλιτεχνικού» κόσμου και των αυλικών της «διανόησης», υπό την αιγίδα υψηλών «πολιτιστικών» φορέων. Ατυχώς, όμως, τον όλον προτιμήθηκε να καταγραφεί on camera και να κάνει τη ζημιά του σ’ ένα είδος κοινού που με τίποτα δεν αξίζει (και δεν φταίει, επίσης) να βλέπει τέτοιες φλόμπες στη μεγάλη οθόνη!