Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ (2012)
(EN KONGELIG AFFAERE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκολαϊ Άρσελ
- ΚΑΣΤ: Μαντς Μίκελσεν, Αλίσια Βικάντερ, Μίκελ Μπo Φέλσγκορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: HOLLYWOOD ENTERTAINMENT
Όσο στην υπόλοιπη Ευρώπη ο Διαφωτισμός αρχίζει να αφήνει το σημάδι του, στη Δανία του 18ου αιώνα το αυστηρό απολυταρχικό καθεστώς δεν αφήνει τις αλλαγές να προχωρήσουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μία νεαρή Αγγλίδα πριγκίπισσα έρχεται στη χώρα ως νύφη για τον εκκεντρικό Βασιλιά. Η γνωριμία της με τον προοδευτικό γιατρό της αυλής, όμως, θα αλλάξει όχι μόνο τη ζωή της αλλά και ολόκληρη την ιστορία της Δανίας.
Καταρχήν, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι οι ταινίες εποχής δεν είναι το αγαπημένο μου είδος. Όσο όμορφες κι αν είναι στο μάτι, θεωρώ ότι στην πλειοψηφία τους ακολουθούν σφιχτούς κανόνες που δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια για πρωτοτυπία. Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα αναζωογονητικό το γεγονός ότι ο «Έρωτας της Βασίλισσας» καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, επιλέγοντας να προσεγγίσει το θέμα του λιγότερο ρομαντικά και περισσότερο… επαναστατικά, δίνοντας έμφαση τόσο στο ιστορικό υπόβαθρο όσο και στην αναπόφευκτη ερωτική περιπέτεια της Βασίλισσας.
Ο Νίκολαϊ Άρσελ διατηρεί το ρυθμό της αφήγησης σε υψηλές ταχύτητες και έχει, όντως, να διηγηθεί μια εκτενή ιστορία στη μεγαλύτερη από δύο ώρες διάρκεια της ταινίας. Τα γεγονότα αφορούν την περίοδο κατά την οποία ο Γιοχάν Φρίντριχ Στρόνζε, ο προσωπικός γιατρός του Βασιλιά, έγινε ουσιαστικά ο σκιώδης κυβερνήτης της χώρας, προωθώντας αναρίθμητες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες άνοιξαν το δρόμο για τον εκδημοκρατισμό της Δανίας τον 18ο αιώνα. Φυσικά, η ταινία δεν είναι ένα πολιτικο-ιστορικό ντοκουμέντο, όμως, φροντίζει να επιμείνει αρκετά σε αυτή την πλευρά της ιστορίας ώστε να αποφύγει το χαρακτηρισμό του αμιγώς «ρομάντζου».
Η ανερχόμενη Σουηδή ηθοποιός Αλίσια Βικάντερ, την οποία θαυμάσαμε και στη φετινή «Άννα Καρένινα» ως Κίτι, είναι η πριγκίπισσα που ονειρεύεται την αλλαγή, ενώ ο πανταχού παρών Μαντς Μίκελσεν υποδύεται με τη σταθερά αποτελεσματική ερμηνευτική του προσέγγιση το Στρόνζε. Και οι δύο φαίνεται να ταιριάζουν απόλυτα στο ρόλο τους, με τη Βικάντερ να δίνει υποσχέσεις για την κινηματογραφική της συνέχεια. Όταν εκείνη και ο Μίκελσεν μιλούν για τα ιδανικά και τις επιδιώξεις των χαρακτήρων τους, φαίνεται να παθιάζονται πραγματικά. Το αντίστοιχο πάθος, όμως, δεν είναι το ίδιο διακριτό στις μεταξύ τους ερωτικές σκηνές. Για την ακρίβεια, το ερωτικό κομμάτι της ιστορίας καλύπτει πολύ λιγότερο χρόνο από όσο θα περίμενε κανείς. Περιέργως, αυτή η ασυνέπεια μοιάζει να λειτουργεί, τελικά, υπέρ της ταινίας, καθώς την απομακρύνει από τις αντίστοιχες του είδους.
Ο Άρσελ, χωρίς να έχει να προσφέρει κάτι ουσιαστικά καινούργιο στο ιστορικό δράμα εποχής, έχει αίσθηση της ισορροπίας των υλικών του και γνωρίζει πότε να εστιάσει στο κοινωνικό κομμάτι της ιστορίας, πότε να επικεντρώσει το κάδρο στη λεπτομερή αναπαράσταση της περιόδου και πότε να κάνει κωμικές ενέσεις. Ο Βασιλιάς του Μίκελ Μπο Φέλσγκορ είναι ο καταλύτης όλων των αλλαγών και καταφέρνει να αποδώσει τις ποικίλες μεταπτώσεις του χαρακτήρα του με επιτυχία. Κατά στιγμές είναι απειλητικός, άλλοτε ευάλωτος, κάποιες φορές απόλυτα κωμικός μέσα στην αφέλειά του και, μερικές φορές, μισητός μέσα στην επιθετικότητά του. Θα τολμούσα να πω ότι είναι εκείνος που συνήθως κλέβει την παράσταση!
Στην τελική, ο «Έρωτας της Βασίλισσας» είναι μια καλοδουλεμένη ταινία εποχής που καταφέρνει να σπάσει το «ασφαλές» περιβάλλον του είδους με λεπτομέρειες μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές περιόδους της Δανίας. Παρά το γεγονός ότι δεν προσβάλλει το genre, καταφέρνει να το παραλλάξει και να το κάνει προσιτό ακόμα και σε εκείνους που είναι δισταχτικοί προς αυτό. Και αυτό από μόνο του, είναι ήδη μια μεγάλη επιτυχία.