ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΕΚΑΤΣΕ ΣΕ ΕΝΑ ΚΛΑΔΙ ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ (2014)
(EN DUVA SATT PÅ EN GREN OCH FUNDERADE PÅ TILLVARON)
- ΕΙΔΟΣ: Σουρεαλιστική Σάτιρα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόι Άντερσον
- ΚΑΣΤ: Νιλς Βέστμπλομ, Χόλγκερ Άντερσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Μία σειρά από tableaux vivants και ένα σύνολο εκκεντρικών χαρακτήρων (με τον καθένα να επιδίδεται στο προσωπικό του κυνήγι αναζήτησης) είναι οι ξεναγοί σε ένα ακόμα κινηματογραφικό ταξίδι του Ρόι Άντερσον, το οποίο προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει την ανθρώπινη φύση και να διακρίνει με χιούμορ τα καλά, τα κακά και τα… άσχημα του να είναι κανείς ζωντανός.
Στο «Ένα Περιστέρι Έκατσε σ’ Ένα Κλαδί Συλλογιζόμενο την Ύπαρξή του» βρίσκουν χώρο δύο, μάλλον υποτονικοί, πωλητές ειδών για φάρσες και party, μια δασκάλα του flamenco, που είναι περισσότερο διαχυτική από όσο θα επέτρεπε το savoir-vivre, οι θαμώνες ενός bar με ιστορία αρκετών δεκαετιών και ιδιαίτερες πρακτικές… πληρωμής, ο ίδιος ο βασιλιάς Κάρολος ο 12ος της Σουηδίας και ο στρατός του, ένας κουρέας πρώην καπετάνιος, μία κουτσή γκαρσόνα, μία ερασιτεχνική μπάντα και πολλοί ακόμη μικρότεροι χαρακτήρες, οι οποίοι επανεμφανίζονται και χάνονται το ίδιο απότομα όσο και το τριπλό χτύπημα του θανάτου, που δίνει την εκκίνηση της ταινίας.
Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες επιδίδονται σε συζητήσεις που πολλές φορές δεν αφορούν φαινομενικά τίποτα, άλλες επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα ξανά και ξανά με εξαιρετικά κωμικό αποτέλεσμα, άλλοτε περιλαμβάνουν ανάλαφρα μουσικά νούμερα, τα οποία αλλάζουν στίχους ανάλογα με την περίσταση αλλά διατηρούν πάντα την ίδια μουσική βάση, και άλλοτε βυθίζονται στη σιωπή, όντας απλά παρατηρητές σουρεαλιστικών καταστάσεων που αψηφούν την έννοια του χρόνου (όπως η επέλαση του Καρόλου του 12ου στο bar, στο δρόμο για τη μάχη, και κατά την επιστροφή του μετά την ήττα… για να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα!) ή τα όρια της ιστορικής ηθικής (το φινάλε ανακαλεί σε σκληρότητα το τέλος από τα «Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο», όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένα μουσικό όργανο). Αθροιστικά, δημιουργείται ένα μωσαϊκό χαρακτήρων και καταστάσεων που περιγράφει την ίδια την ανθρωπότητα και προσφέρει μπόλικο υλικό για σκέψη, γέλιο και… τρόμο.
Με κάθε βινιέτα καδραρισμένη αυστηρά, με τη συνήθη χιουμοριστική χρήση του βάθους πεδίου και την κάμερα να μην κινείται ούτε μία φορά στα 100 λεπτά (ενώ στις δύο προηγούμενες ταινίες του, υπήρχαν στιγμές κατά τις οποίες η κάμερα έκανε την υπέρτατη για εκείνη υπέρβαση και… μετακινούνταν), το «Περιστέρι» είναι τόσο ουσιαστικό όσο και φιλικό προς το μάτι, με τον Άντερσον να έχει τελειοποιήσει πλέον το χαρακτηριστικό του ύφος, συνδυάζοντας τις όμορφες εικόνες με τις σκοτεινές σκέψεις και τη μικρότητα των ανθρώπων με μεγαλειώδεις συνθέσεις. Εξάλλου, η κυνική ματιά του δεν είναι κάτι καινούργιο. Ο συνδυασμός ευαισθησίας και ψυχρότητας, σκληρής θεματικής και ανάλαφρων εικόνων, χιούμορ και υποβόσκοντος δράματος, είναι πλέον ενδημικός τού ύφους τού σκηνοθέτη και δημιουργεί μια ταινία που αξίζει να χειροκροτείται όχι μόνο στο φινάλε αλλά και σε αρκετές επιμέρους σκηνές. Εξάλλου, ακόμα και ίδιος ο τίτλος τού φιλμ σφύζει από ειρωνεία, κοροϊδεύοντας τους δήθεν «κουλτουριάρικους» τίτλους αντίστοιχων ταινιών ενώ, ταυτόχρονα, με ειλικρίνεια αποκαλύπτει μέρος της ταυτότητάς του και προειδοποιεί ότι δεν αποτελεί ένα κοινό, συνηθισμένο κινηματογραφικό προϊόν.
Σίγουρα θα υπάρξουν εκείνοι που θα κατηγορήσουν το Ρόι Άντερσον για τη συνεχή επανάληψη της ίδιας φόρμουλας. Ακόμα και εκείνοι, όμως, αποκλείεται να μη χαμογελάσουν στη flashback σκηνή όπου η κουτσή Λότε από το Γκέτεμποργκ δέχεται φιλιά για αντάλλαγμα μπύρες, να μην εντυπωσιαστούν από το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της σκηνής όπου ολόκληρη η στρατιά του Καρόλου του 12ου περνάει από το βάθος του κάδρου ή να μην επιθυμήσουν, έστω και λίγο, τα δόντια… βρικόλακα σε τιμή ευκαιρίας, που προωθούν οι δύο πωλητές. Αν κάποιος κατηγορήσει τον Άντερσον ότι δε δοκιμάζει κάτι καινούργιο, χάνει το ίδιο το νόημα εκείνου που επιχειρεί να προβάλει ο σκηνοθέτης και δεν μπορεί να διακρίνει (ή και δεν τον αφορά, δεν είναι κακό αυτό) την πραγματική ουσία ανάμεσα στις λεπτομέρειες. Το σύμπαν τού Ρόι Άντερσον δεν είναι συνηθισμένο στα έντονα γεγονότα, όσο κι αν αυτά που συμβαίνουν στο κάδρο υπερβαίνουν την έννοια της κανονικότητας. Το να το απορρίψει κανείς είναι μια λογική αντίδραση, όποιος, όμως, το αγαπήσει, δε θα το κάνει με μέτρο αλλά απόλυτα.
Η φιλμογραφία τού Άντερσον, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητάς της, δεν προορίζεται για ολόκληρο το σύνολο του κινηματογραφικού κοινού παρά για εκείνο που έχει τη διάθεση να πειραματιστεί, να προβληματιστεί και, ενίοτε, να… «ταλαιπωρηθεί» με τις επιλογές του. Αξίζει, όμως, να ανακαλύψει κανείς το φιλμ και να συστηθεί με μία ξεχωριστή κινηματογραφική γλώσσα, που δεν έχει στόχο μόνο τη διασκέδαση αλλά την ψυχαγωγία με την παραδοσιακή της σημασία. Εξάλλου, όποιος έχει δει τις δύο προηγούμενες ταινίες τού Ρόι Άντερσον, «Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο» και «Εσείς, οι Ζωντανοί», γνωρίζει περίπου τι να περιμένει από την ταινία που κλείνει την «Τριλογία των Ζωντανών», ή, αλλιώς, την προσπάθεια του δημιουργού να σχολιάσει, να κριτικάρει, να παρηγορήσει και, τελικά, να κατανοήσει την ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα από μικρές καθημερινές σκηνές, οι οποίες αποκαλύπτουν… ένα αληθινό αριστούργημα.