EMILY (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φράνσις Ο’Κόνορ
- ΚΑΣΤ: Έμμα Μακί, Φιόν Γουάιτχεντ, Όλιβερ Τζάκσον-Κοέν, Αλεξάντρα Ντόουλινγκ, Έιντριαν Ντάνμπαρ, Αμίλια Γκέθινγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η (μυθοπλαστική) ζωή της Έμιλι Μπροντέ, την περίοδο έμπνευσης και συγγραφής του μυθιστορήματός της «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Χίθκλιφ, είμαι εγώ, η Κάθι. Ή μήπως είμαι η Έμιλι;
Παρά το γεγονός ότι τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» έχουν απασχολήσει δεκάδες φορές τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση και τη μουσική, η ζωή της συγγραφέως του έργου, Έμιλι Μπροντέ, δεν έχει τύχει της ίδιας προβολής. Δεν ξέρω αν έχει παίξει ρόλο πως ίσως εκλαμβάνεται ως αναπόσπαστο κομμάτι της φημισμένης τριπλέτας των αδελφών Μπροντέ ή αν το ένα και μοναδικό μυθιστόρημα που πρόλαβε να εκδώσει μιλά γι’ αυτήν από μόνο του, γεγονός πάντως είναι πως το τραγικό του σύντομου βίου της μοιάζει ν’ αποτελεί πρώτης τάξεως υλικό για ταινία βιογραφικού περιεχομένου. Η ηθοποιός Φράνσις Ο’Κόνορ, για το σκηνοθετικό και σεναριακό της ντεμπούτο, επιχειρεί να διορθώσει αυτή την «αβλεψία», δίχως όμως να έχει κατά νου μια παραδοσιακού τύπου βιογραφία. Σαν αποτέλεσμα, αναμιγνύει πραγματικότητα με μύθο, οραματιζόμενη πως η «αληθινή» ζωή της Μπροντέ στους βάλτους του Γιόρκσαϊρ έστεκε ως κύρια πηγή έμπνευσης της συγγραφέως Έμιλι για τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη». Ενδιαφέρουσα η προσέγγιση, όχι ανάλογο της ιδέας και το φιλμ.
Χωρίς να έχουμε κάτι το δογματικά κατακριτέο απέναντι στην μυθοπλαστική δημιουργική φαντασία μιας αληθινής ιστορίας, το πρόβλημα της σεναριογράφου Ο’Κόνορ είναι πως εκλαμβάνει ως μοναδική πιθανότητα άντλησης συγγραφικής έμπνευσης για μια νεαρή κοπέλα που ζει στην ερημιά της βρετανικής υπαίθρου του 19ου αιώνα, να έχει ζήσει έναν «καταραμένο» έρωτα, παρόμοιο εκείνου που πρόκειται να… περιγράψει στις σελίδες του επικείμενου μυθιστορήματός της. Η Έμιλι Μπροντέ παρουσιάζεται εν πολλοίς ως μια ενσάρκωση της Κάθι Έρνσο, η οποία στο πρόσωπο του νεοαφιχθέντα στην ενορία του πατέρα της ιερέα Γουίλιαμ Γουέιτμαν, βλέπει τον δικό της Χίθκλιφ, σε μια αισθηματική σχέση που περνά από σαράντα κύματα. Αν και (ενδεχομένως) ευρηματικό το κόλπο που σκαρφίζεται η Ο’Κόνορ, στην εκτέλεση πάσχει χαρακτηριστικά, μιας και η ίδια δείχνει ανίκανη να το αναπτύξει με τρόπο λειτουργικό. Η Μπροντέ ως Έμιλι παρουσιάζεται ευνουχισμένη τόσο από τη σχέση της με τον αυστηρών αρχών πατέρα της, όσο και από την ανταγωνιστικού τύπου συμβίωσή της με την μεγαλύτερη της αδελφή Σάρλοτ (που αργότερα έγραψε το έτερο λογοτεχνικό ορόσημο της βικτωριανής εποχής, «Τζέιν Έιρ»), με αποτέλεσμα να φαίνεται πως δεν ήταν το πηγαίο της ταλέντο που την έκανε να συγγράψει κάτι τόσο σπουδαίο όπως τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», αλλά η ίδια της η ζωή, δίχως να ξεχνάμε τη χρήση… οπίου (!) πλάι στον αγαπημένο κι ανήσυχο (αν και αποδιοπομπαίο για τον πατέρα της) αδελφό της, Μπράνγουελ, τριπάροντας στα λιβάδια του Γιόρκσαϊρ.
Σκηνοθετικά, η Ο’Κόνορ δεν υιοθετεί το σκαμπρόζικο ύφος ενός «Ερωτευμένου Σαίξπηρ» (1998), αλλά ακολουθεί έναν εξαρχής σκοτεινό τόνο, δείχνοντας σαφείς επιρροές από την πρόσφατη φιλμογραφία του Τέρενς Ντέιβις (ειδικά από το «Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα»). Δεδομένης της θεματολογίας, αλλά και του κλίματος της εποχής, η επιλογή μπορεί και να ήταν μονόδρομος, εν τούτοις αυτό προσμετράται στα θετικά της, μιας και η Αυστραλιανή auteur καταθέτει πειστικότερα διαπιστευτήρια στην ικανότητα δημιουργίας πένθιμης ατμόσφαιρας (βοηθούμενη και από την ανάλογη δουλειά στη φωτογραφία) και καθοδήγησης του ensemble cast (ειδικά σε ό,τι αφορά την ανερχόμενη Έμμα Μακί, που έπειτα από το «Άϊφελ» την βλέπουμε για δεύτερη σερί φορά σε φιλμ εποχής), παρά στη συγγραφή του σεναρίου.
Απαλλαγμένη από το άγχος της προσήλωσης στις ιστορικές πηγές, η Ο’Κόνορ πλάθει μια ιστορία που ελάχιστο φως ρίχνει γύρω από την κεντρική της ηρωίδα, εστιάζοντας στην άσπονδη φιλία με την αδελφή της και, φυσικά, στη σεξουαλική της αφύπνιση, άπαξ της άφιξης του ιερέα Γουίλιαμ. Η θρησκευτική ενοχή του δεύτερου έρχεται να «δέσει» με την ενίοτε αγενή και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της Έμιλι, δημιουργώντας μια πανεύκολη βάση για τον «καταραμένο» τους έρωτα, ο οποίος δοκιμάζεται ακόμα περισσότερο από την ασφυκτική πίεση του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Οι δύο γεμάτες ώρες της ταινίας (η διάρκεια των σύγχρονων «art-house» φιλμ μοιάζει, πλέον, με ανίατη ασθένεια!), γρήγορα φαίνεται πως δεν έχουν ουσιαστικό λόγο τέτοιου ξεχειλώματος, μιας και το στόρι ασφυκτιά στα στενά του όρια, αναμένοντας απλώς να χτυπήσει το θανατικό και να συγκινηθούμε όλοι μαζί, αναφωνώντας… «κρίμα, νέοι άνθρωποι». Η γνωστή βρετανική περιποίηση σε ανάλογου τύπου παραγωγές δηλώνει για ακόμη μια φορά παρούσα, το ίδιο όμως θα έπρεπε να πράττει και η λάσπη του βροχερού Γιόρκσαϊρ. Ατυχώς, ο έρωτας της Έμιλι και του Γουίλιαμ είναι αρκετά clean-cut για να περάσει ως προσομοίωση εκείνου της Κάθι και του Χίθκλιφ.