Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (2023)
(EL MAESTRO QUE PROMETIÓ EL MAR)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πατρίθια Φοντ
- ΚΑΣΤ: Ενρίκ Αουκουέρ, Λάια Κόστα, Λουίζα Γκαβάσα, Γκαέλ Απαρίθιο, Φελίπε Γκαρθία Βελέθ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Στη διχασμένη προεμφυλιακή Ισπανία, ιδεαλιστής δάσκαλος καταφθάνει φορτωμένος ιδέες χίλιες σε μικρό χωριό της ενδοχώρας, αποφασισμένος να διδάξει γνώση με τρόπο πρωτοποριακό. Οι εθνικιστές του Φράνκο, όμως, αντί για καινοτομία έβλεπαν… κομμουνισμό. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.
Το όνομα Αντόνιο Μπενέχες πιθανολογώ πως δεν λέει τίποτα στο εκτός Ισπανίας κοινό, σε αντίθεση ίσως με την πατρίδα του, όπου θεωρείται ο πρώτος που εισήγαγε τη μεταρρυθμιστική μέθοδο διδασκαλίας του Γάλλου παιδαγωγού Σελεστέν Φρενέ. Δυστυχώς γι’ αυτόν, η ριζοσπαστική του διάθεση συνέπεσε με την άνοδο του φασισμού στη χώρα, με αποτέλεσμα ν’ αποτελέσει έναν από τους χιλιάδες δημοκρατικών πεποιθήσεων Ισπανούς πολίτες που εκτελέστηκαν εν μία νυκτί, άπαξ του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Φράνκο στα 1936. Η σχετικά άγνωστη ιστορία του, δηλαδή, διαθέτει πολυποίκιλο ενδιαφέρον, ατυχώς όμως, η Πατρίθια Φοντ δεν περιορίζεται σε αυτήν αλλά μοιράζει ισομερώς τον χρόνο της ταινίας της σε παρελθόν και παρόν, με το σύγχρονο μυθοπλαστικό (υποθέτω) κομμάτι της να προσφέρει… το απόλυτο τίποτα στην ιστορία που διηγείται.
Το ξεκίνημα δίνεται στη Βαρκελώνη του 2010, όπου νεαρή γυναίκα έπειτα από τηλεφώνημα που δέχεται σχετικά με την ανακάλυψη μαζικού τάφου στην περιοχή του Μπούργος κινάει κατά κει, με την ελπίδα να πραγματοποιήσει την επιθυμία του άρρωστου παππού της ο οποίος έχει μείνει επί σειρά ετών ν’ αναρωτιέται για το τι απέγινε ο (πιθανότατα δολοφονημένος την περιόδο του Εμφυλίου Πολέμου) πατέρας του. Η παραμονή της στο χωριό των προγόνων της ξεκλειδώνει το κουτί των αναμνήσεων επιζώντων της εποχής εκείνης, οι οποίοι της διηγούνται την ιστορία του δασκάλου (τους) Αντόνιο. Από τη στιγμή που ο νεαρός εκπαιδευτικός πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στο μικρό Μπανιουέλος της Βόρειας Ισπανίας, έφερε έναν αέρα ανανέωσης στο σχολείο του χωριού, εισάγοντας καινοτομίες που είχαν να κάνουν ακόμα και με την εκτύπωση σύντομων διηγημάτων των μαθητών του. Η υπόσχεση που τους έδωσε, πως μία μέρα θα τους πάρει όλους μαζί του εκδρομή ώστε ν’ αντικρύσουν για πρώτη φορά στη ζωή τους τη θάλασσα, ήταν ένα μονάχα από τα πολλά εκείνα χάρη στα οποία εξελίχθηκε σε φιγούρα σεβάσμια όσο και αξιαγάπητη για τα παιδιά του.
Ποντάροντας στο δέσιμο δασκάλου – μαθητή σε πείσμα ενός συντηρητικού περιβάλλοντος, η ταινία λειτουργεί ως ιστορία ενηλικίωσης υπό το πρίσμα ενός ριζοσπαστικού προγράμματος διδασκαλίας, επιχειρώντας να εξετάσει επιλογές που έγιναν υπό πίεση, καθώς ο αιματηρός Εμφύλιος βρισκόταν προ των πυλών. Δεν καταφέρνει να γίνει το ίδιο συγκινητική με τη θαυμάσια, παρόμοιου κλίματος «Γλώσσα της Πεταλούδας» (1999) του Χοσέ Λουίς Κουέρδα, εξαιτίας και της αποσπασματικότητάς της, ως αποτέλεσμα των διαρκών μπρος πίσω στον χρόνο. Η μονόχνωτη έως… μουντρούχα συμπεριφορά της εγγονής Αριάδνα στο σύγχρονο ισπανικό παρόν, ενώ προσμένει τα αποτελέσματα των DNA test από τα ευρήματα του μαζικού τάφου, δημιουργεί απορίες και για το από που προέρχεται ως γνώρισμα, αλλά και τι ακριβώς πρεσβεύει στην πλοκή, αφού η σύνδεση των δύο ιστοριών, τόσο σε επίπεδο χαρακτήρων όσο και συλλογικής μνήμης, κρίνεται ανεπαρκής. Τα flashback της προεμφυλιακής εποχής, από την άλλη, μπορεί να μη διακρίνονται για τη ρηξικέλευθη ματιά τους (σε αντίθεση με τις μεθόδους διδασκαλίας του άτυχου Μπενέχες), πλην όμως, πετυχαίνουν το minimum του σκοπού τους, πλάθοντας ένα (αρχικά) αδιόρατο δίπολο σύγκρουσης προοδευτικότητας και συντήρησης, αλλά και τη μεταλαμπάδευση του πάθους για γνώση και μάθηση.