DRIVE HARD (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπράιαν Τρέντσαρντ-Σμιθ
- ΚΑΣΤ: Τζον Κιούζακ, Τόμας Τζέιν, Ζόι Βεντούρα, Κρίστοφερ Μόρις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Πρώην ραλίστας που έχει αποσυρθεί (επειδή παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε), βγάζει τα προς τα ζην κάνοντας τον δάσκαλο οδήγησης και βαριέται τρομερά. Ένας επαγγελματίας κλέφτης, όμως, θα του θυμίσει τις μέρες της δόξας, όταν θα τον αναγκάσει να κάνει τον οδηγό διαφυγής του, προκειμένου να το σκάσει μετά από ληστεία τράπεζας.
Πρέπει να θεωρήσουμε υπαρκτό ένα υποείδος κινηματογραφικής περιπέτειας που ετησίως τροφοδοτείται με νέες κυκλοφορίες. Πρόκειται για τις ταινίες δράσης με αυτοκίνητα και τρελή οδήγηση. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Ένα σημαντικό μέρος του κοινού φαίνεται πως απολαμβάνει να παρακολουθεί ακραίες οδηγικές συμπεριφορές, «κασκαντεριλίκια» και απίθανους τρόπους διάλυσης τετράτροχων οχημάτων, ταυτιζόμενο, ενδεχομένως, με τον εκάστοτε ήρωα που πραγματοποιεί, επί της οθόνης, ό,τι για τους πολλούς δεν είναι παρά φαντασίωση. Η καθημερινότητα μετατρέπει το αυτοκίνητο σε εργαλείο για χρήση αυστηρά πρακτική, μέσο έγκαιρης προσέλευσης στο χώρο εργασίας, κινούμενο πλαίσιο ενός πληκτικού πέρα-δώθε μεταξύ σπιτιού και διάσπαρτων, στην πόλη, υποχρεώσεων. Ο κινηματογράφος, όμως, το ξανακάνει επικίνδυνο και γοητευτικό. Αποσπώντας το απ’ το μοτίβο της επανάληψης που το συνδέει με μικροσυμφέροντα και αγγαρείες κάθε μορφής, συσχετίζει το αμάξι με την ελευθερία. Επί της ουσίας, φανερώνει την πλευρά του που λησμονήθηκε μέσα στον βιοποριστικό συμβιβασμό: αυτήν που το κάνει ταυτόσημο της «απόδρασης».
Όταν αυτή η φαντασίωση υποστηρίζεται κι από μια ενδιαφέρουσα, στιβαρή ιστορία, τότε έχουμε κορυφαία έργα όπως το «Bullit» και ο «Άνθρωπος από τη Γαλλία», τα κυνηγητά αυτοκινήτων των οποίων έχουν αφήσει εποχή (αν και, για να είμαστε ακριβείς, στο δεύτερο, πρόκειται για κυνήγι… τρένου που γίνεται με αυτοκίνητο). Πριν από 3 χρόνια, ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν με το «Drive» έδειξε ότι μπορεί ακόμα να στηθεί μια σχεδόν αριστουργηματική ταινία γύρω από αυτό το κοινότοπο, πια, θέμα. Η περίπτωση που συναντάται πιο συχνά, όμως, είναι αυτή όπου το σενάριο χρησιμεύει σαν απλό πρόσχημα για τη συρραφή θεαματικών σκηνών, με μόνη επιδίωξη την έκσταση των φανατικών τής γρήγορης οδήγησης. Τα ενδιάμεσα δεν ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Πολλά κλισέ, λίγη πρωτοτυπία, ακόμα πιο λίγο «ζουμί». Όσο για χαρακτήρες, ας είμαστε ειλικρινείς: who gives a fuck? Αρκεί να σανιδώνουν το γκάζι και να πέφτει το σαγόνι στο πάτωμα! Ακόμα και ο βασιλιάς αυτής της φάμπρικας (το περίφημο «The Fast and the Furious» και τα συμπαρομαρτούντα) είναι, δυστυχώς, «γυμνός», υπό αυτή την έννοια. Για να μη μιλήσουμε για το περσινό, αδιανόητο «Need for Speed». Το μέγεθος της παραγωγής και η αναμονή για το μεγάλο πατιρντί γεμίζουν το κενό. Και πες ότι οι θιασώτες γουστάρουν, έτσι κι αλλιώς. Τι γίνεται με τους άλλους;
Το «Drive Hard» οι προαναφερθέντες φανατικοί θα το θάψουν, θα γελάσουν με το πενιχρό του budget και τα αστεία εφέ που, αναπόφευκτα, συνεπιφέρει. Ίσως να σπάσουν πλάκα (δικαίως) και με την εξωφρενική κουπ του Τόμας Τζέιν που θυμίζει περισσότερο αποτυχημένο μίμο που προσπαθεί να ενσαρκώσει τον Ντέιβιντ Κοβερντέιλ των Whitesnake, παρά πρώην ραλίστα (και η camp ερμηνεία του δε βοηθάει ιδιαίτερα στο να τον πάρεις στα σοβαρά). Όσοι μπαίνουν σε τέτοιες ταινίες για να βρουν υποκατάστατο μέχρι το επόμενο «Fast», αναμενόμενα θα ξενερώσουν. Για τους υπόλοιπους, όμως, γιατί να είναι πολύ χειρότερο αυτό το φιλμ απ’ την πλειοψηφία των προϊόντων που παράγει το συγκεκριμένο υποείδος; Ναι, συσσωρεύει τα κλισέ σε σημείο αυτοπαρωδίας. Ναι, βγάζει μάτι η «φτήνια» της παραγωγής. Ναι, δεν είναι πάντα πετυχημένα τα αστεία (η σκηνή με την αφηνιασμένη γιαγιά θυμίζει κακούς αδελφούς Φαρέλι!). Τα κυνηγητά, όμως, είναι καλοσκηνοθετημένα, ο Τζον Κιούζακ μοιάζει να περνάει υπέροχα (και μαζί του κι εμείς) σ’ ένα ρόλο που ξεπετάει για το χαβαλέ του, οι χαρακτήρες δεν είναι περισσότερο καρικατούρες από όσο σε μια οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ταινία (εκτός κι αν θεωρείτε το χαρακτήρα του Βιν Ντίζελ σαιξπηρικό θηρίο εσωτερικής πολυπλοκότητας) και, στο φινάλε, πρόκειται για ένα κωμικό φιλμ με επίγνωση της «ταπεινότητάς» του που δεν προσπαθεί να σε πείσει ότι είναι κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό που βλέπεις. Άλλη μια κωμωδία δράσης με buddy movie στοιχεία, ούτε πολύ καλύτερη, ούτε πολύ χειρότερη απ’ τις πιο πολλές που κυκλοφορούν. Τώρα θα μου πεις: «έστω, ας είναι κι έτσι, αξίζει να δώσω λεφτά για να τη δω στη μεγάλη οθόνη»; Προφανώς όχι, αν αναζητάς την υψηλή ποιότητα όταν πληρώνεις εισιτήριο. Για μιάμιση ώρα χαλαρότητας, χωρίς πολλές απαιτήσεις, απ’ την άλλη, είναι ό,τι πρέπει. Υπάρχουν αρκετοί φιλμικοί «απατεώνες» εκεί έξω (και συχνά με παραπλανητικά σοβαρό προφίλ), που καραδοκούν να σε ξεγελάσουν και να στ’ αρπάξουν. Εδώ, τουλάχιστον, ξέρεις με τι έχεις να κάνεις.