DRACULA (2025)
(DRACULA: A LOVE TALE)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λικ Μπεσόν
- ΚΑΣΤ: Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Κρίστοφ Βαλτς, Ζόι Μπλε, Γκιγιόμ ντε Τονκεντέκ, Ματίλντα Ντε Άντζελις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στον 15ο αιώνα, ένας πρίγκιπας χάνει την αγαπημένη του και απαρνιέται τον Θεό επειδή δεν μπόρεσε να προστατεύσει τη ζωή της. Εκείνος θα του αρνηθεί τον θάνατο και θα τον αφήσει να μετατραπεί σ’ ένα τέρας διψασμένο για αίμα παντοτινά. Εκτός εάν μπορέσει να ξαναβρεί την αγάπη…
Δεν αποτελεί ακριβώς πρόβλημα (ή ελάττωμα) του Λικ Μπεσόν, όμως, είναι μεγάλο εμπόδιο για τον θεατή να βγάλει από το μυαλό του την κινηματογραφική εκδοχή του Φράνσις Φορντ Κόπολα στο ονομαστό έργο του Μπραμ Στόκερ. Από το 1992 μέχρι σήμερα, εκείνη είναι που έχει «στοιχειώσει» το όνομα (και τον τίτλο) «Δράκουλας», προκαλώντας συγκρίσεις μοιραίες και (συχνότατα) ολέθριες. Μπορεί, λοιπόν, ο Μπεσόν να ηττάται με τούτο το «Dracula», αλλά δεν πέφτει κι εύκολα στη μάχη…
Επί μέρους απόλυτα εντυπωσιακό και αισθητικά αξιοπρόσεκτο σε σκηνογραφία και κοστούμια (δίχως «ακρότητες» ή νεωτερισμούς), το φιλμ ανήκει στις καλές στιγμές του Μπεσόν, ειδικά σε σκηνές έντονης (ενίοτε πολεμικής) δράσης, με το αιμοσταγές και το μακάβριο να φλερτάρουν με μια λεπτή νότα χιουμοριστικής διάθεσης. Στο πρώτο μισό, η δραματική ένταση της απώλειας και η βλάσφημη στάση του ήρωα οδηγούν την ταινία σε σωστά μονοπάτια, αναδεικνύοντας έναν καταραμένο χαρακτήρα που ο Θεός του αρνήθηκε τον θάνατο και μονάχα από έρωτα μπορεί ξανά να… «αναστηθεί».
Υπάρχουν σεκάνς ανθολογίας, όπως εκείνη με το φλωρεντίνικο άρωμα που συνεπαίρνει τα θηλυκά, η οποία απογειώνεται με το montage των χορών της παρακμάζουσας υψηλής κοινωνίας (υποστηριζόμενη από την εξαίσια συνοδευτική σύνθεση του Ντάνι Έλφμαν), μαζί με την άκρως σαρκαστική «πυραμίδα» που δημιουργείται από καλόγριες, έτοιμες να κολαστούν από τον Βλαντ, ώστε να γευτεί το αίμα τους και να πάρει δυνάμεις για συνεχίσει το ταξίδι της αναζήτησης της «μετεμψύχωσης» της χαμένης του αγάπης.
Το αντίπαλο «δέος» είναι που πάσχει εδώ, με τον ιερέα παλουκο-εξολοθρευτή του Κρίστοφ Βαλτς να μην εμπνέει καθόλου, ούτε σημειολογικά ούτε και ερμηνευτικά, ενώ το δεύτερο μέρος (στον πολιτισμένο κόσμο) μπορεί να έχει κάποιες φαντεζί στιγμές (όπως στο funfair του 19ου αιώνα ή στη τελική αναμέτρηση με τη Μαρία, όντας παραδομένη στις υπηρεσίες του Βλαντ), όμως, η ταινία του Μπεσόν αστοχεί στο βασικό ζητούμενό της: στο να αφηγηθεί μία πειστική «Love Tale» που να ξεπερνά τα σύνορα / όρια του θανατικού. Ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς αποτελεί μία αβανταδόρικα χαρισματική μορφή που «εγκλιματίζεται» εύκολα στο αλλόκοτο ώστε να μας δώσει έναν πέραν του ικανοποιητικού Βλαντ, όμως, η Ζόι Μπλε είναι εντελώς άψυχη ως Μίνα (παραδόξως, δίνει περισσότερη ζωντάνια και νόημα στο ξεκίνημα, ως Ελισαμπέτα) και ο συνδυασμός του μη ταιριάσματός τους κατεβάζει τους τόνους της ταινίας, που (έστω) παίρνει κάπως τα πάνω της στο αναμενόμενο φινάλε της βίαιης εκτόνωσης (και «λύτρωσης» του ήρωα).
Το «Dracula» δεν προκύπτει τόσο… αγαπησιάρικο, θα μπορούσε να είναι και πιο μοβόρικο και πιο σκιαχτικό (φευ!), αλλά σίγουρα ψυχαγωγεί και δίνει την εντύπωση πως ο Μπεσόν (κάποτε) θα ήθελε να επιστρέψει ξανά στον μύθο του ήρωά του, τον οποίο κάνει… στάχτη που σκορπίζει στους αιθέρες με τόσο ονειρικό ρομαντισμό.
