ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ (1973)
(DON'T LOOK NOW)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Ψυχολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νίκολας Ρόουγκ
- ΚΑΣΤ: Ντόναλντ Σάδερλαντ, Τζούλι Κρίστι, Χίλαρι Μέισον, Κλέλια Ματάνια, Μάσιμο Σεράτο, Ρενάτο Σκάρπα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Μετά το τραγικό συμβάν του πνιγμού της ανήλικης κόρης τους, ένα ανδρόγυνο αναζητά τη γαλήνη μέσα από ένα ταξίδι στη Βενετία. Εκεί θα γνωρίσουν δύο αδελφές κάποιας ηλικίας, εκ των οποίων η μια διαθέτει πνευματιστικές ικανότητες και θα τους μεταφέρει προμήνυμα κινδύνου από… τον άλλο κόσμο!
Εδώ και δεκαετίες έχουν ειπωθεί και γραφτεί τόσο πολλά για το «Μετά τα Μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρόουγκ, όμως το φιλμ διατηρεί ακόμη τη γοητεία του… αναπάντητου, του ανεξήγητου. Η νοσηρή αίσθηση της θλίψης μπλέκει με το occult και τη μεταφυσική, σε ένα έργο (πρωτίστως) ατμοσφαιρών που προκάλεσε σάλο στην εποχή του εξαιτίας της ερωτικής σκηνής ανάμεσα στους Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τζούλι Κρίστι, αλλά και του τρομακτικού, σχεδόν ακατανόητου φινάλε της αποκάλυψης της μικροκαμωμένης φιγούρας με το κόκκινο παλτό που στοιχειώνει τον κεντρικό ήρωα στα σοκάκια της Βενετίας.
Χωρίς να πατάει σε καμία φόρμουλα του horror genre, ο Ρόουγκ στήνει με τον απλούστερο τρόπο το κλίμα τρόμου στο οποίο εγκλωβίζεται ο χαρακτήρας τού πατέρα (Σάδερλαντ). Από την εισαγωγική σεκάνς τού πνιγμού, κιόλας, το μοντάζ είναι εκείνο που χτίζει και ορίζει τον ρυθμό σε ολόκληρη την ταινία, εκμεταλλευόμενο λεπτομέρειες σε στιγμές και παράλληλες δράσεις, δίχως τα εύκολα trick των απότομων τιναγμάτων ή των υποκειμενικών, απειλητικών πλάνων (δεν έχει υπάρξει ακόμη ούτε καν η «Νύχτα με τις Μάσκες», άλλωστε). Τα cuts του Γκράεμ Κλίφορντ σχεδόν αψηφούν τη λογική και σίγουρα το προβλέψιμο, γεννώντας layers αμφιβολιών και δημιουργώντας ένα νέο είδος σασπένς το οποίο παραήταν παράδοξο για να επαναληφθεί ή να βρει συνεχιστές. Το παιχνίδι με τον χρόνο, σαν μία παράξενη «διασταύρωση» του πριν και του μετά, αποθεώνεται στη σκηνή του σεξ, στην οποία η ερεθιστική… «πάλη» των δύο σωμάτων διακόπτεται αντι-ερωτικά από την προετοιμασία την ένδυσης για τη βραδινή έξοδο, αποδυναμώνοντας το πάθος με μία αμηχανία που σχεδόν μαρτυρά (δίχως να χρειάζεται ίχνος διαλόγου) την κρίση ή τα πληγωμένα συναισθήματα που βασανίζουν τη σχέση αυτού του ζευγαριού. Όπως κι αν (μπορείς να) αντιμετωπίσεις το περιεχόμενο του φιλμ σε πλαίσιο κατηγοριοποίησης και ταυτότητας είδους, το μοντάζ του Κλίφορντ θα κυριαρχεί και αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά παραδείγματα που προσφέρονται για διδασκαλία σε κινηματογραφικές σχολές.
Πέραν του μονταζιακού ογκόλιθου, ο Ρόουγκ στήνει ένα puzzle εικόνων με ύπουλες αναφορές στο κόκκινο χρώμα, το οποίο ξεπροβάλλει από σημεία του κάδρου που αποκλείεται να είναι τυχαία, ξεκινώντας από το αδιάβροχο του ανήλικου κοριτσιού, για να συνεχίσει σαν ένα… κρυφτούλι επάνω σε ρούχα, κτήρια, αντικείμενα και οτιδήποτε μπορεί να λάβει αυτή την απόχρωση μπροστά από τον φακό, για να καταλήξει ιεροτελεστικά σε ένα ποτάμι από αίμα. Μία προαναγγελθείσα «θυσία» που ολοκληρώνει τη σχεδόν θρησκευτικά μαρτυρική διάσταση που κουβαλά σε όλο το έργο ο τελευταίος χαρακτήρας τον οποίο πρόκειται να πενθήσουμε.
Η Ντάφνι Ντι Μοριέ, συγγραφέας της ιστορίας στην οποία βασίστηκε το «Μετά τα Μεσάνυχτα», συνεχάρη τον Ρόουγκ γραπτώς για το φιλμικό αποτέλεσμα, όμως το ηθικό δίδαγμα παραμένει: η αβάσταχτη απώλεια και η υποκειμενική φαντασίωση δεν κάνουν την καλύτερη παρέα…