DJANGO, Ο ΤΙΜΩΡΟΣ (2012)
(DJANGO UNCHAINED)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Γουέστερν
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κουέντιν Ταραντίνο
- ΚΑΣΤ: Τζέιμι Φοξ, Κρίστοφ Βαλτς, Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Κέρι Γουόσινγκτον, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 165’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Νέγρος σκλάβος βρίσκει τη λευτεριά και το μέντορά του στο πρόσωπο εκκεντρικού κυνηγού επικηρυγμένων, ο οποίος θα τον βοηθήσει να ολοκληρώσει τη μοναδική αποστολή που έχει στη ζωή του: να σώσει την αγαπημένη του… Μπρουμχίλντα (!); What the fuck?
Τον Κουέντιν Ταραντίνο τον σέβομαι. Γιατί έμαθε να κάνει σινεμά βλέποντας σινεμά. Το ζήλεψε το σινεμά, το αγάπησε ως θεατής, γνώρισε τους κώδικες των ειδών και, κάποια στιγμή, κατάλαβε πως αυτό ήταν που έλειπε από τη ζωή του. Όχι «αντιγράφοντας» απλά! Ο τύπος και έξυπνος είναι και μάγκας. Και, διάβολε, ξέρει να γράφει. Ειδικά στις ατάκες και για genre exploitation, καλύτερος στον κόσμο δεν υπάρχει σήμερα. Ο Ταραντίνο γράφει διάλογο που αναπνέει μαζί με τους ήρωές του. Ξεστομίζεται σαν τις σφαίρες που βαράνε αβέρτα στις ταινίες του και σε αφήνει στον τόπο. Ή από τα γέλια ή από το θαυμασμό. Κι όταν πιάνει τα κινηματογραφικά είδη στα χέρια του, ξαναγράφει αυτά που νομίζαμε πως ξέραμε απ’ έξω κι ανακατωτά, ειδικά εμείς, οι άνθρωποι που έχουμε ξοδέψει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μας μπροστά από μια οθόνη. Αν είσαι κριτικός κινηματογράφου και δεν εκτιμάς την Τέχνη του Ταραντίνο, δεν είχες ιδέα από επαγγελματικό προσανατολισμό…
Το «Django, Ο Τιμωρός» περνιέται για γουέστερν, αλλά με τον τρόπο που το «Άδωξοι Μπάσταρδη» (2009) ήταν μια πολεμική ταινία. Το background και το ενδυματολογικό μέρος του φιλμ σε παρασύρουν προς αυτή την κατεύθυνση. Τα υπόλοιπα πλέουν σε πελάγη αναχρονιστικών αναφορών, σινεφιλικών και μουσικών πρωτίστως. Το παίξιμο έχει τον συνηθισμένο τσαμπουκά, η βία κανένα έλεος (τόσο αίμα σε πιστολίδι είχαμε να δούμε από την εποχή του Πέκινπα!) και οι διάλογοι, ξέρεις, γαμάνε και το πιο τελευταίο εγκεφαλικό σου κύτταρο. Ο Ταραντίνο ξέρει πώς πρέπει να περνάει ένας θεατής στον κινηματογράφο. Είναι χάρισμα αυτό. Τέλος.
Η πρώτη εντύπωση που είχα για την ταινία, από το promo και τα trailers της, μου μετέδιδε ένα αίσθημα τρόμου, διότι τυγχάνει να βαριέμαι αφόρητα το γουέστερν. Η πρώτη σεκάνς, με τον Κρίστοφ Βαλτς πάνω σε μια γραφική άμαξα οδοντογιατρού, περιπλανώμενου στην άγρια Δύση, με έκανε να αισθανθώ κάπως πιο αναπαυτικά. Με το που άνοιξε το στόμα του, ξάπλωσα ανακουφισμένος… Το «Django» είναι το γουέστερν του Ταραντίνο. Ο άνθρωπος παίρνει το genre, το βάζει κάτω και του λέει: «Θέλεις ρεκτιφιέ»! Και βάζει την υπογραφή του παντού. Μαζί με τις πινελιές που σου κλείνουν το μάτι (ειδικά στο score και σε κάτι cameo φάτσες) και σε βάζουν να κάνεις trivia παιχνίδι. Είμαι σίγουρος πως έχασα αρκετούς πόντους παίζοντας, δεν είναι του στιλ μου το είδος, είπαμε, αλλά η απόλαυση δεν ξεπληρώνεται. Ακόμη και μόνο για τη σκηνή με τους βλαχονότιους του Ντον Τζόνσον που θέλουν να λιντσάρουν το Βαλτς και τον δίχως αλυσίδες, ελεύθερο καβαλάρη (και δεξί του χέρι στο κυνήγι των επικηρυγμένων χάριν ταλέντου στο σημάδι) Τζέιμι Φοξ, σαν ομάδα της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά φορώντας τις πιο άβολες κουκούλες στην Ιστορία του «μασκαρεμένου» εγκλήματος, τα ελάχιστα ψεγάδια του φιλμ πάνε περίπατο, καθώς εσύ θα στεγνώνεις τα δάκρυά σου… από τα γέλια, προφανώς.
Τι είναι αυτό που δεν επιτρέπει στο «Django» να αγγίζει την απόλυτη ταραντινική τελειότητα; «What’s not to like?», που λένε και στην ταινία; Ο σκελετός της ιστορίας είναι ισχνός, σχεδόν αδύναμος ν’ αντέξει το φιλμικό σώμα των 165 λεπτών. Όταν το σενάριο δε στηρίζεται σε μια συρραφή από σεκάνς, άπειρους χαρακτήρες και ένα οριακά σπονδυλωτό ύφος (βλέπε «Pulp Fiction», την αποθέωση της τεχνικής του στην αφήγηση), αλλά έχει μια απλή, γραμμική πορεία, με αρχή, μέση και τέλος, αισθάνεσαι τον ιδρώτα στο μέτωπο του γραφιά, που μοχθεί για να σε κρατήσει στην τσίτα, σε ένα joyride που ο ίδιος δε θα ήθελε να σταματήσει ποτέ. Είμαι σίγουρος πως στο πάτωμα του μοντάζ έπεσαν κάμποσα λεπτά ακόμη, γιατί γνωρίζω την όρεξη του δημιουργού να φλυαρεί. Ο ερωτευμένος σκλάβος που ζητά εκδίκηση και βρίσκει για προστάτη τον λόγιο εκτελεστή, όμως, πέφτει λίγο για το έπος που ήθελε να στήσει εδώ ο Ταραντίνο. Και η αλήθεια είναι πως το δεύτερο μισό, με την εμφάνιση του Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, ειδικά από το σημείο της επίσκεψης στην εξοχική έπαυλη, υποχρεώνεται ν’ αλλάξει ρυθμό, λες και περάσαμε στη δεύτερη ταινία ενός υποθετικού double-bill!
Τουλάχιστον, το fun είναι πάντοτε παρόν, δεν καλύπτεται από δευτέρου επιπέδου «αναγνώσεις», σοβαροφανή σημειολογία και κοινωνικοπολιτικά σχόλια πάνω στο ζήτημα της σκλαβιάς και της βασανισμένης, νέγρικης φυλής. Να ευχαριστείς το Μεγαλοδύναμο, εδώ δεν είναι «Lincoln» και η διάρκεια δε μεταφράζεται σε βαθύ ύπνο! Η Ιστορία (ή ο Σπάικ Λι) μπορεί να τρώει φρίκη, η pop κουλτούρα, όμως, μπορεί να συνεχίσει να υμνεί τον Ταραντίνο, πόσω μάλλον για το κατόρθωμά του να σε κάνει να ανεχθείς ακόμη ένα ψόφιο κινηματογραφικό είδος…