FreeCinema

Follow us

ΜΠΟΕΜΙΚΗ ΨΥΧΗ (2017)

(DJAM)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τονί Γκατλίφ
  • ΚΑΣΤ: Δάφνη Πατακιά, Σιμόν Αμπκαριάν, Μαρίν Καγιόν, Κίμων Κουρής, Γιάννης Μποσταντζόγλου, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Ελευθερία Κόμη
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Κατόπιν εντολής του πατριού της, νεαρή κοπέλα από τη Λέσβο βάζει μπρος για Ιστανμπούλ, προκειμένου να αναζητήσει δυσεύρετο ανταλλακτικό για τη βάρκα του. Εκεί, η παθιασμένη με το ρεμπέτικο τραγούδι Τζαμ θα γνωρίσει συνομήλική της Γαλλίδα που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και μαζί θα ξεκινήσουν για το μεγάλο ταξίδι του γυρισμού στο νησί της.

Έχει απομακρυνθεί εσχάτως από την αποκλειστική εστίασή του στην τσιγγάνικη κοινότητα ο Τονί Γκατλίφ («Οι Αγανακτισμένοι» του 2012 είναι η πιο πρόσφατη δουλειά του που βρήκε διανομή στις ελληνικές αίθουσες, καθώς το «Geronimo», δύο χρόνια μετά, δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τα μέρη μας), με την πιο αναγνωρίσιμή του να έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια το «Υπάρχουν Ακόμα Γελαστοί Τσιγγάνοι» (1997). Η προσήλωσή του σε μια θεματική που αφορά κάθε λογής ξεριζωμένους δεν έχει διαφοροποιηθεί ούτε στο ελάχιστο πάντως, γεγονός που αποτελεί βασικό στοιχείο του προβληματισμού του και σε τούτο το φιλμ, με τη μουσική να αποτελεί επίσης αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης, με τη διαφορά πως η παραδοσιακή «τσιγγάνικη ψυχή» των πανηγυριών έχει αντικατασταθεί από το ρεμπέτικο τραγούδι του τόπου μας.

Γίνεται πολύ γρήγορα σαφές πως η χαλασμένη μπιέλα της βάρκας, την οποία χρησιμοποιεί για τουριστικούς σκοπούς ο πατριός ονόματι Κακούργος (σε μια από τις πρώτες μόλις γραφικότητες του φιλμ…), δεν είναι παρά η αφορμή για να ξεκινήσει το ταξίδι της θετής του κόρης Τζαμ προς την Ιστανμπούλ. Αυτή είναι μια παθιασμένη με το τραγούδι και τον χορό κοπέλα, η μάνα της οποίας ήταν μεγάλη δόξα του ρεμπέτικου, με καριέρα σε ταβέρνες του Παρισιού. Από εκείνην, προφανώς, κληρονόμησε το χαΐρι, που είναι τόσο μεγάλο ώστε να αποτελεί καλό λόγο για να κουβαλά μαζί της πάντα ένα μπαγλαμαδάκι κι έναν τζουρά, ρίχνοντας κάθε τόσο και μια πενιά. Μιλώντας άπταιστα γαλλικά, χάρη στην επί χρόνια διαμονή της στη Γαλλία, δεν θα δυσκολευτεί να πιάσει φιλία με τη δύστυχη Αβρίλ, η οποία βολοδέρνει στους δρόμους της Ιστανμπούλ αφού ο φίλος της, καθώς πήγαιναν προς τα σύνορα με τη Συρία για να βοηθήσουν εθελοντικά πρόσφυγες, αποφάσισε να την κλέψει και να την παρατήσει αμανάτι, θέλοντας ίσως να εξακριβώσει κατά πόσον υπάρχουν διαθέσιμοι εθελοντές για να βοηθήσουν και την ίδια.

Εάν όλα αυτά φαίνονται κάπως τραβηγμένα, οφείλω να ομολογήσω πως δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα συμβαίνουν από τη στιγμή που (πολύ γρήγορα στην εξέλιξη της υπόθεσης) τα δύο κορίτσια, η έξω καρδιά Τζαμ και η κλειστή Αβρίλ, έχοντας ξεμείνει πια από χρήματα, αποφασίζουν να γυρίσουν στη Μυτιλήνη, διαμέσου road trip που διασχίζει τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, κατά το οποίο η μια σουρεάλ σκηνή διαδέχεται την άλλη. Η συνάντηση με τον τρελαμένο πατέρα (Μποσταντζόγλου) και τον ακόμα πιο τρελαμένο γιο του (Κουρής), τα πηγαινέλα με τον οδηγό TAXI (Ιατρόπουλος) στη μέση του πουθενά, οι συναντήσεις σε έρημους σιδηροδρομικούς σταθμούς με γνωστούς από τα παλιά που ένας Θεός ξέρει τι διάολο γυρεύουν εκεί και οι οποίοι είναι πάντα έτοιμοι να πνίξουν τον νταλκά τους με τα μπουζούκια τους, το αυθόρμητο τσιφτετέλι καταμεσής δάσους σε ύφος music promo πέμπτου ονόματος σκυλάδικου της Εθνικής Οδού και μια λανθάνουσα λεσβιακή προδιάθεση από πλευράς της Τζαμ (μάλλον λόγω… Λέσβου, μιας και κάτι άλλο δεν φαίνεται να υπάρχει), που κορυφώνεται με μια σκηνή κυνηγητού σε ταράτσα ξενοδοχείου ανάμεσα σε απλωμένα λευκοσέντονα εν είδει διαφημιστικού απορρυπαντικής σκόνης για πλύσιμο στο χέρι, είναι μόνο κάποια από αυτά.

Το ελεύθερο πνεύμα της Τζαμ, που δεν μπορεί να μπει σε κανένα καλούπι ποτέ και με τίποτα, γίνεται εξαρχής ο οδηγός αυτού του οδοιπορικού, το οποίο όμως πνίγεται από τη γραφικότητα του σεναρίου και από μια σκηνοθετική ματιά που θυμίζει ντοκιμαντέρ της ελληνικής τηλεόρασης της δεκαετίας του ‘80 για την «άγνωστη Ελλάδα». Τα συχνά μουσικά διαλείμματα σε δρόμους, καφενεία και ταβέρνες αποτίνουν φόρο τιμής στη ρεμπέτικη και σμυρναίικη παράδοση της χώρας μας, λειτουργώντας παράλληλα σαν γέφυρα μνήμης που ενώνει τις κακουχίες μιας παλαιότερης εποχής με αυτές της κρίσης του σήμερα. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο η (ούτως ή άλλως παρούσα στα επιμέρους σεναριακά επεισόδια) οικονομική ένδεια κορυφώνεται στο τελευταίο μέρος τής ταινίας είναι εντελώς άγαρμπος, με ατάκες που θυμίζουν περισσότερο φάρσα, συνεπικουρούμενος από μια κλιμάκωση κανονικό… ατύχημα, η οποία στερείται κάθε επαφής με την πραγματικότητα. Κοντά σε όλα αυτά και η εκ των ων ουκ άνευ διδαχή περί προσφυγικού, ενώ σαν κερασάκι στην τούρτα έρχεται η αναφορά στη χουντική επταετία, μέσω μιας ξεκρέμαστης σκηνής που θα αφεθεί γρήγορα μέσα στη λήθη απ’ όπου και ξεπήδησε.

Σαν μοναδικό άξιο σημείο λόγου στο φιλμ στέκει η φρέσκια παρουσία της Δάφνης Πατακιά στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι που είχε πετύχει και με το ντεμπούτο της στο εξίσου αποτυχημένο «Ξύπνημα της Άνοιξης» (2016) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Γράφει στον φακό η Πατακιά, ενώ έχει αναμφισβήτητη γοητεία, επιδεικνύοντας εδώ αξιοσημείωτο αυθορμητισμό και ταλέντο τόσο στις πολλές μουσικών απαιτήσεων σκηνές (παίζει η ίδια μπαγλαμά και τραγουδάει), όσο και στις πιο δραματικές τής επιστροφής στο σπίτι. Ένας κούκος, όμως, δεν φέρνει την άνοιξη (όπως δεν την… ξύπνησε δύο χρόνια πριν), κι ας τραγουδάει με τσαγανό τον περίφημο «Θερμαστή» του Γιώργου Μπάτη μεταξύ άλλων σπουδαίων τραγουδιών της μουσικής μας παράδοσης.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Θα είχε θεωρητικά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ένας ξένος (Γάλλος pied-noir στην προκειμένη) το παρόν της χώρας μας μέσω μια χαλαρής μουσικής σύνδεσης με το παρελθόν της, όπως όμως αποτυπώνεται εδώ δεν έχει και πολλά να ζηλέψει από εκείνον του σύγχρονου «art-house» ελληνικού κινηματογράφου! Εάν είστε φανατικοί φίλοι του τελευταίου, δεν θα δείτε κάτι που θα σας ξενίσει και τόσο, με τις γνωστές φάτσες στους δεύτερους ρόλους, τα τσιφτετέλια και τα τραγούδια, λαμβάνοντας μαζί την υπενθύμιση πως σενάρια που ακολουθούν το μοτίβο «λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» μπορεί να γράφονται μια χαρά και εκτός ντόπιων συνόρων. Οι του εμπορικού, όσο… μποέμικη ψυχή και να έχετε, μην την εξερευνήσετε εδώ.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.