DHEEPAN: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΑΤΡΙΔΑ (2015)
(DHEEPAN)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζακ Οντιάρ
- ΚΑΣΤ: Τζεσουτασάν Αντονιτασάν, Καλιεσουάρι Σρινιβασάν, Κλοντίν Βινασιταμπί, Βενσάν Ροτιέρ, Μαρκ Ζενγκά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ένας στρατιωτικός (κι εγκληματίας) Ταμίλ, ο οποίος φεύγει από τη Σρι Λάνκα για να γλιτώσει το τομάρι του, βρίσκει νέα ζωή στη Γαλλία, «ποζάροντας» με μία γυναίκα που επίσης θέλει να ξεφύγει και μια εννιάχρονη χωρίς γονείς ως οικογένεια μεταναστών. Μέχρι πότε, όμως, θα μπορεί να ξεφεύγει από τη βία που τον κυνηγά;
Ο «Dheepan» του Ζακ Οντιάρ δεν παρουσιάζει τη βία και την ψυχολογική πίεση του «Προφήτη», ούτε καταφεύγει στον ισχυρό μελοδραματισμό του «Σώμα με Σώμα», παρά φαίνεται να ακολουθεί κατά γράμμα τους αφηγηματικούς κώδικες που υιοθέτησε ο σκηνοθέτης στο μάλλον παραγνωρισμένο του «Ο Χτύπος που Έχασε η Καρδιά μου» – και αυτό είναι ίσως το καλύτερο πράγμα που μπορεί να ειπωθεί για τον φετινό Χρυσό Φοίνικα. Γιατί ο Οντιάρ και εδώ, όπως και σε εκείνη την ταινία, φαίνεται να επενδύει περισσότερο στην προσεκτική παρατήρηση του πρωταγωνιστή του, με στόχο να οδηγηθεί σταδιακά στην αποκαθήλωση των αρχών του και, στη συνέχεια, στην αναπροσαρμογή τους σε μια νέα πραγματικότητα παρά σε ένα εύκολο δράμα ή σε μια κραυγαλέα κατακραυγή πολύ συγκεκριμένου προσανατολισμού. Σε συνδυασμό δε με την εντυπωσιακή ψυχραιμία που επιδεικνύει ως σκηνοθέτης, αυτό κατευθύνει στο χτίσιμο ενός ολόκληρου κοινωνικού status quo που δεν χάνει ποτέ από το επίκεντρο της αφήγησης τον «ήρωα» και, ταυτόχρονα, δεν υποπίπτει σε υπεραπλουστεύσεις και ακαδημαϊκούς διδακτισμούς όσο πλησιάζει στην εκρηκτική αλλά απόλυτα λογική κορύφωση.
Ο Οντιάρ δεν χάνει καν χρόνο για το στήσιμο της ιστορίας του. Ήδη από τα πρώτα λεπτά, ο «Dheepan» του βρίσκει τον εαυτό του στη Γαλλία, μαζί με τη νέα ταυτότητά του και την αυτοσχέδια οικογένειά του (η νεαρή Γιαλίνι η οποία ψάχνει απεγνωσμένα να βρει ένα κορίτσι που μπορεί να περάσει ως εννιάχρονη για να τη λανσάρει ως κόρη της και ο τρόπος που τα καταφέρνει προσφέρουν την πρώτη ένδειξη της ήρεμης δύναμης της ματιάς του Οντιάρ). Έπειτα από μερικές σύντομες περιπέτειες, οι τρεις τους καταλήγουν σε μια επικίνδυνη γειτονιά, όπου ο Ντιπάν θα βρεθεί να δουλεύει ως επιστάτης, διαπιστώνοντας σιγά σιγά πως ο πόλεμος δεν υπάρχει μόνο με τη μορφή που είχε στο μυαλό του αλλά παραμένει κρυμμένος ακόμα και στις πιο εξελιγμένες θεωρητικά κοινωνίες και, ακόμη χειρότερα, μέσα του.
Το σημαντικό, βέβαια, στην ταινία είναι ότι ο Οντιάρ δεν «κραυγάζει» αυτό που θέλει να πει. Αντιθέτως, προσπαθεί να δει την αλλαγή και την επίπτωση στους ίδιους τους ήρωές του και να τους ακολουθήσει σε αυτό το νέο ταξίδι του αυτοπροσδιορισμού: είτε στα προβλήματα με τη νέα γλώσσα, είτε στην ανάγνωση των νέων κοινωνικών προτύπων που πρέπει να ακολουθήσουν, ακόμα και στις επικίνδυνες ισορροπίες που πρέπει οι τρεις τους να διατηρήσουν εντός της «οικογένειας». Αυτές οι μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες είναι που προσδίδουν το βάθος και την ειλικρίνεια στην αφήγηση, από την ανάγκη της μικρής Ιλαγιάλ να νιώσει το μητρικό χάδι («σκέψου ότι είμαι η μικρή σου αδελφή και απλά φέρσου μου καλά», λέει στην εξίσου άπειρη Γιαλίνι σε μια προσπάθεια να προσομοιάσει την ανάγκη της) και τις κλεφτές ματιές του Ντιπάν από το παράθυρο στην ύποπτη γειτονιά μέχρι τους εφιάλτες τού τελευταίου με την εικόνα του ελέφαντα να τον παρατηρεί μέσα από το φύλλωμα ενός δέντρου (σε μια εικόνα εξαιρετικής πνευματικής δύναμης, ενδεικτικής του λυρισμού στον οποίο καταφεύγει συχνά ο σκηνοθέτης) και τις προσπάθειες της Γιαλίνι να ξεφύγει από μια επιβεβλημένη «συζυγική» ζωή, χωρίς να την απασχολούν οι συνέπειες στους άλλους δύο.
Ακόμα και όταν – αναπόφευκτα – η κατάσταση σκάει εκρηκτικά γύρω από τον Ντιπάν, ο Οντιάρ συνεχίζει να έχει καρφωμένη την κάμερα πάνω στον ήρωά του, αφήνοντας να καταγράφεται θολά μόνο ό,τι καταφέρνει να εισχωρήσει μέσα στο περιορισμένο οπτικό εύρος και βάθος (σε ένα τελικό τέταρτο που δεν διαφέρει ουσιαστικά από την προσέγγιση που ακολουθεί και ο Λάσλο Νέμες στον… ίδιας φεστιβαλικής προέλευσης «Γιο του Σαούλ» του), χωρίς να αφήνει τη βία να κλέψει τις εντυπώσεις από αυτό που έχει πραγματικά σημασία. Οι σύντομες, κοφτές σκηνές μπορεί ξαφνικά να δίνουν τη θέση τους σε εκτενή, συνεχή πλάνα, όμως το επίκεντρο παραμένει ο εσωτερικός κόσμος ενός – όχι ακριβώς ιδανικού – ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί ουσιαστικά να επιβιώσει σε έναν καινούργιο κόσμο που παραμένει εξαιρετικά όμοιος με αυτόν που ήδη γνωρίζει, παρά τις επιφανειακές διαφορές.
Και αν κι εδώ ο Οντιάρ δεν έχει την κλασική μουσική του «Χτύπου που Έχασε η Καρδιά μου» για να εξισορροπεί τη βία με την απρόσμενη αγνότητα, στο φιλμ παρουσιάζει έναν αβίαστο λυρισμό που καταφέρνει να δει πέρα από το προφανές και να αποκαλύψει, τελικά, την αλήθεια: ότι μπορείς να απομακρύνεις τον άνθρωπο από τον πόλεμο, όμως δεν μπορείς να απομακρύνεις τον πόλεμο από τον ίδιο τον άνθρωπο. Το ιδιοσυγκρασιακό, ανθρώπινο, ενδοσκοπικό σινεμά του Οντιάρ δηλώνει ακόμα το «παρών».