ΜΟΝΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (2019)
(DEUX MOI)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεντρίκ Κλαπίς
- ΚΑΣΤ: Φρανσουά Σιβίλ, Ανά Ζιραρντό, Φρανσουά Μπερλεάν, Καμίγ Κοτάν, Σιμόν Αμπκαριάν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ο Ρεμί και η Μελανί, δυο άγνωστοι στο Παρίσι του σήμερα, έρχονται αντιμέτωποι με κρίσεις πανικού, άγχος και τις γρήγορες «ταχύτητες» της σύγχρονης, αστικής ζωής. Θα καταφέρουν, άραγε, να γνωριστούν και να σταματήσουν να ‘ναι δυο μοναχικές υπάρξεις;
Γαλλικουργιάς συνέχεια, τώρα που τα θερινά άνοιξαν και δε μας σώζει τίποτα πια από την εγχώρια διανομή, που κάπως πρέπει να… ξεστοκάρει το εμπόρευμα, βρε παιδί μου. Το «Μόνοι στο Παρίσι» του Σεντρίκ Κλαπίς έρχεται με φόρα (καλά, όχι) διεκδικώντας την παρουσία σου σε κάποια κινηματογραφική ταράτσα ή αυλή, προκειμένου να σε… καταθλίψει με την κρισάρα των thirtysomething, λες και όσα βιώνουμε τους τελευταίους μήνες δεν είναι αρκετά για να μας τσιτώσουν! Από την άλλη, αν πούμε πως με το άνοιγμα των θερινών δεν περιμέναμε τη «νεοεισαχθείσα» (το έτος παραγωγής, ενίοτε, φτάνει και το 2018…) σκαρταδούρα να κατακλείσει και πάλι τις εβδομαδιαίες επιλογές μας, θα λέγαμε ψέματα, οπότε υποθέτω πως καταλήγουμε στο «πάλι καλά» που τούτο εδώ το φιλμ (τουλάχιστον) βλέπεται. Κάπως.
Ο Ρεμί (Σιβίλ) εργάζεται σε μία τεράστια, υπερσύγχρονη αποθήκη, ζει μόνος και αρχίζει να επισκέπτεται έναν ψυχοθεραπευτή μετά από τραυματική εμπειρία που βιώνει στο metro, όταν σωριάζεται εξαιτίας μιας κρίσης άγχους. Η Μελανί (Ζιραρντό) εργάζεται ως ερευνήτρια σε ένα ιατρικό κέντρο για τον καρκίνο, είναι μόνη έπειτα από έναν επίπονο χωρισμό και, επίσης, συζητά συχνά με την ψυχολόγο της σε μια προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσει τα δικά της, προσωπικά προβλήματα. Οι δυο τους δεν γνωρίζονται, παρά το γεγονός πως μένουν σε διπλανά κτήρια, μοιράζονται όμως κοινές ανησυχίες και διλλήματα, όπως κάθε άνθρωπος της γενιάς τους, άλλωστε. Μέσα από μικρά, καθημερινά βήματα, τόσο ο Ρεμί όσο και η Μελανί, θα μάθουν και πάλι να πιστεύουν στον εαυτό τους και να διεκδικούν την παρουσία τους στον κόσμο εκεί έξω. Όσο για τον έρωτα; Ας πούμε ότι κάπου υπάρχει χώρος και χρόνος γι’ αυτόν.
Το «Μόνοι στο Παρίσι» αποτελεί κλασικό παράδειγμα ταινίας που χαντακώνεται από νωρίς εξαιτίας της γραφής της, μία ευγενική υπενθύμιση ότι το σενάριο αποτελεί το στυλοβάτη κάθε επίδοξου κινηματογραφικού project – μεγαλύτερου ή μικρότερου. Στην προκειμένη, το σενάριο των Σαντιάγκο Αμιγκορένα και Κλαπίς μοιάζει με δύο διαφορετικές ταινίες που κάποιος αποφάσισε να μοντάρει μαζί στο τέλος, με την ελπίδα πως κανείς δεν θα προσέξει την κραυγαλέα αστοχία του ασύγχρονου ρυθμού και την ολοκληρωτική έλλειψη μιας κάποιας έκπληξης στην πλοκή, η οποία θα μπορούσε έστω να ενδυναμώσει την πάσχουσα υπόθεση. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε, για παράδειγμα, εάν το φιλμ επικεντρωνόταν στην εξιστόρηση της καθημερινότητας και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών, παρά αυτή η εκβιαστική, συναισθηματική τους (έστω και στιγμιαία) εμπλοκή, που δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο σε όλη την υπόλοιπη παράλληλη δράση των ηρώων, εκτός από την διαφαινόμενη τελική τους σύνδεση. Πέρα από την επιλογή ενός αρκετά μονοδιάστατου τρόπου εξιστόρησης των τεκταινόμενων, εξίσου προβληματική είναι και η θεματική «δαιμονοποίησης» της (κακής) τεχνολογίας που απομονώνει και οδηγεί σε απλοϊκές, σχεσιακές λύσεις, μια ιδέα που εδώ λειτουργεί υπερβολικά εύκολα για την επίλυση αφηγηματικών προβλημάτων, παραμένοντας παρωχημένη στον πυρήνα της.
Σκηνοθετικά, το φιλμ δεν ξεφεύγει (ούτε εκεί) από την αίσθηση ότι ο Κλαπίς παλεύει για μια μονταζιακή συρραφή δύο πραγμάτων, δύο καταστάσεων που ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, παρά τις καταφανείς ομοιότητες (well, duh!) και τις ζορισμένες αντιθέσεις που θέλει να τους αποδώσει. Υπάρχει μία σκηνή στην οποία ο Ρεμί και η Μελανί επισκέπτονται ταυτόχρονα ένα φαρμακείο, εκείνος για να ζητήσει κάτι για να κοιμηθεί επειδή δεν του κολλάει ύπνος με τίποτα κι εκείνη προκειμένου να πάρει κάτι που να την τονώσει, δεδομένου ότι κοιμάται πάρα πολύ. Οι δύο χαρακτήρες συνυπάρχουν για λίγο στον ίδιο χώρο, χωρίς καμία προφανή διάδραση. Ε, και; Υπάρχει κάποια προώθηση της πλοκής από τούτη τη στιγμιαία συνύπαρξη; Σαφώς και όχι, κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με το «Μόνοι στο Παρίσι». Το γεγονός, δηλαδή, ότι είναι γεμάτο από τέτοιες μικρές στιγμές που προσδοκάς, επιτέλους, οι ήρωές του να γνωριστούν, κάτι το οποίο θα προκύψει πολύ αργότερα μέσα στην ταινία, όταν θα έχει πάψει πλέον να σε ενδιαφέρει (αν σε ενδιέφερε και ποτέ…). Κατά τα άλλα, οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, με τον Σιμόν Αμπκαριάν να ξεχωρίζει ως η comic relief παρουσία – αλλά μέχρι εκεί.