FreeCinema

Follow us

DEADPOOL 2 (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Λιτς
  • ΚΑΣΤ: Ράιαν Ρέινολντς, Τζος Μπρόλιν, Τζούλιαν Ντένισον, Μορένα Μπακαρίν, Ζάζι Μπιτς, Μπριάνα Χίλντεμπραντ, Μπιλ Σκάρσγκαρντ, Τι Τζέι Μίλερ, Τέρι Κρουζ, Ρομπ Ντιλέινι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ο Γουέιντ Γουίλσον θέλει να πεθάνει! Γιατί; Πατάμε rewind και βλέπουμε το κακό που χτύπησε το σπιτικό του, %@&# τον παλιο&@$*%# που πάτησε τη #@%&*#%$ σκανδάλη. Α, κι ένα παχουλό (bullying alert!) αγόρι που όταν έχει ζοχάδες πετάει πύρινες γροθιές, χρειάζεται στοργή και προστασία από μυστηριώδη time-traveling mutant.

Δεν συμμερίζομαι τη σαφώς πιο ενθουσιώδη τοποθέτηση της κριτικής της Ιωάννας Παπαγεωργίου για το προπέρσινο και πρώτο μέρος του «Deadpool». Δεν με είχε δυσαρεστήσει πραγματικά η ταινία, όμως όταν σερβίρεις μια νέα αντι-πρόταση με… αρχίδια για το genre του κομιξάδικου χαβαλέ, όντως οφείλεις να έχεις αρχίδια. Για μένα, η περίπτωση του 2016 ήταν ένα ενδιαφέρον και σίγουρα τολμηρό «πείραμα», που έμενε σχεδόν μόνο «στα λόγια». Δηλαδή, ευπρόσδεκτη η γλώσσα «του λιμανιού» και cool το να σκάει, επιτέλους, ένας superhero με ανάρμοστη συμπεριφορά (και το ανάλογο rating), αλλά… ας είχε και έναν σκηνοθέτη με άποψη από πίσω, να δείξει πιο αποτελεσματική η απόπειρα ανανέωσης (ή αυτοσαρκασμού) του είδους. Ήταν, πάντως, ένα θετικό βήμα διαφοροποίησης που πάτησε ουσιαστικά και λειτουργικά στο αναρχικό χιούμορ (σε αντίθεση με πιο πρόσφατα καρναβάλια «αστεϊσμού» για πεντάχρονα σε ντισνεϊκές παραγωγές της Marvel, όπως τα «Φύλακες του Γαλαξία 2» και «Thor: Ragnarok»), ρισκάροντας πολλά στο box-office, αφού κράτησε μακριά τα «ανήλικα» από τα ταμεία…

Η μαύρη αλήθεια είναι πως από το «Deadpool», πλέον, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα! Νομίζω πως ολοκλήρωνε με μια τυπική βαβούρα εκρήξεων και αντίπαλων μετώπων που κατέστρεφαν το σύμπαν, η οποία με είχε κουράσει γιατί ήταν… ακριβώς αυτό που σου πουλάνε οι άλλες, οι «clean cut» ταινίες της Marvel. Έτσι, δεν ήξερα σε τι να ελπίζω ή τι να περιμένω από το φετινό sequel. Μέτρησα γύρω στα είκοσι διαφορετικά official posters και teaser artwork, δεν μπήκα καν στον κόπο να υπολογίσω πόσα trailers ή άλλα βιντεάκια (μέχρι και music promo μπαλάντας με τη Σελίν Ντιόν!) κυκλοφόρησαν για διαφορετικά markets σε ολόκληρο τον πλανήτη και αφέθηκα σε μια προσμονή για κάτι το… larger, από κάθε άποψη. Σε δεύτερη σκέψη, η εξωφρενικότητα και ο οργασμικός αριθμός των publicity και marketing materials της ταινίας σχεδόν… πρόδιδαν αυτό που συμβαίνει και με το ίδιο το έργο, το οποίο παλεύει με τη φήμη τού hype τού δικού του ονόματος σε βαθμό… πανικόβλητο!

Το «Deadpool, λοιπόν, τα βάζει με τον εαυτό του και όσο και να κερδίζει σε πολλά σημεία σε σχέση με το φιλμ του 2016, πέφτει ταυτόχρονα και σε τρικλοποδιές που του αφαιρούν στοιχεία απόλαυσης, αφήνοντας στο τέλος μια ισορροπημένη γεύση θρασύτατης ψυχαγωγίας που ενώ μοιάζει να ξεπερνά το πρώτο «Deadpool», μάλλον το ισοφαρίζει στην ετυμηγορία. Τι έχει βελτιωθεί; Ο χαβαλές, τα σκληρά, κανιβαλιστικά αστεία, οι σχεδόν… εμετικές δόσεις (ειδικά για το είδος αυτό) βίας, οι αναφορές στην pop κουλτούρα. Το «fourth wall» πάει περίπατο απόλυτα αναιδώς, ο Γουέιντ / Deadpool σχολιάζει τα πάντα σαν ένας geek του… διπλανού καθίσματος στο σινεμά, και οι ριπές των punchlines διαδέχονται ακατάπαυστα τις δόσεις αίματος ή διαμελισμών. Είναι τόσο over the top όλα αυτά, που στο φινάλε απορείς αν μπορεί και να κάνουν κακό στην ταινία! Από την άλλη, όμως, οι στερεοτυπικές σεναριακές παγίδες – σκόπελος για τόσα και τόσα χολιγουντιανά franchises σήμερα, σε κάνουν να λες «πάλι καλά» και να βασίζεσαι δίχως ενοχή στο υπέροχο gore ή το απίστευτο τρολάρισμα των ατακών.

Αντικειμενικά, το φιλμ μοιάζει με brainstorming γραφιάδων για κωμικούς του stand-up, που κάποια στιγμή μάλλον είπαν «Ρε μάγκες, μήπως πρέπει να βάλουμε και μια ιστορία να τρέχει από κάτω;», κι έτσι πρόσθεσαν δύο στοιχειώδεις υπο-πλοκές στο δράμα του Deadpool (βλέπε συμβάν εισαγωγής της ταινίας), δηλαδή αυτή του κωλόπαιδου Ράσελ και εκείνη του μυστηριώδους villain Cable, οι οποίες συναντιούνται με εντελώς συμβατικό τρόπο. Προσθέτοντας και στοιχεία από το σύμπαν των «XMen», το «Deadpool 2» πετυχαίνει ένα ιδιόρρυθμο καταστασιακό mash-up που σε κερδίζει, και πάλι κυρίως γιατί οι παραγωγοί αυτού του sequel έχουν εκτροχιάσει όλα τα επίπεδα σαρκασμού και ξεσκίζουν κάθε ίχνος κομιξικής ή άλλης φιλμικής αναφοράς. Μοιραία, ο θεατής κάπου θα μπουκώσει, θα γελάει λιγότερο ηχηρά στην πορεία ή (πιο ανησυχητικά) δεν θα καταλάβει γιατί έπρεπε να γελάσει με την τάδε ατάκα ή σκηνή. Κι αυτό γιατί το «Deadpool 2» είναι πολύ πιο ενήλικο από το φιλμ του 2016. Μιλάει σε θεατές που έχουν ισχυρές βάσεις στην αμερικανική pop κουλτούρα, έξω από εκείνη των comics. Τι θα νιώσει ο «πιτσιρικάς» που δεν θα αναγνωρίσει την εικόνα τού «Yentl» από τα πρώτα δευτερόλεπτα που αυτή θα παίξει; Πώς θα πιάσει το υπονοούμενο με τη θήκη του κινητού του Deadpool, αν δεν έχει δει το «Say Anything…»; Ποιον θα ρωτήσει και θα πάρει απάντηση για την προέλευση του «Tomorrow», με το που θα ακουστεί το τραγούδι; Και εκατοντάδες άλλα παραδείγματα που σχεδόν… τρόμαξαν ακόμη κι εμένα σε όγκο! Θα μπορέσουν να δουλέψουν όλα αυτά όπως πρέπει ακόμη και για τα «κτήνη» των πιο παιδιάστικων (ναι, παιδιάστικων) παραγωγών της Disney για τη Marvel; Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του «Deadpool 2». Μια απάντηση είναι το γεγονός της ακαταλληλότητας του φιλμ (βαρβάτο R για το εξωτερικό).

Από σκηνοθετικής άποψης, ο Ντέιβιντ Λιτς (πρώην stuntman που το γύρισε στη σκηνοθεσία, με πιο πρόσφατο παράδειγμα δουλειάς το «Atomic Blonde» και μια… uncredited υπογραφή στο πρώτο «John Wick») προσφέρει ρυθμό και δυνατή δράση, αλλά δεν απογειώνει την ταινία με επιθετικό τρόπο, αφού εδώ ο λόγος «σκηνοθετεί» και οδηγεί τα τεκταινόμενα. Είπαμε, η ταινία είναι ένα τεράστιο stand-up comedy show, που υποχρεώνεται να ακολουθήσει κανόνες κομιξάδικης περιπέτειας, την οποία ταυτόχρονα… φτύνει στα μούτρα! Ίσως να φτύνει και τα δικά μας μούτρα, όμως αυτό είναι κάτι που θα αναλύσουμε καλύτερα στο πέρασμα του χρόνου. Και ξέρεις τι; Νομίζω πως κάποια από τα πράγματα που είδα (και με διασκέδασαν) σε τούτο το sequel, θα μου μείνουν σαν ανάμνηση. Γαμώ! Σχεδόν.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Πολλά τα θετικά στοιχεία, προβλέψιμες οι παγίδες που του στοιχίζουν πόντους. Κοινώς, θα διχάσει. Αλλά δικαιώνει περισσότερο την τόλμη του studio της FOX να το πάει ακόμη παραπέρα, προσφέροντας ένα εξωφρενικό αποτέλεσμα χιούμορ και βίας που μοιάζει με καυλωμένο cartoon σε επιπλέον φάση μαστούρας, με διάθεση να πάρει κεφάλια! Αμέτρητες ατάκες και σκηνές ανθολογίας (η προσγείωση με τα αλεξίπτωτα δεν σε αφήνει να προλαβαίνεις να γελάσεις, καθώς το στόμα σου έχει μείνει… «κόκαλο» ανοιχτό), με σοβαρό βαθμό δυσκολίας στο να πιάσεις τις αναφορές τους. Κάνει μια κοιλιά στο τελευταίο ημίωρο όταν «ξεχειλώνει» τη δράση για να φτάσει (γιατί;) το δίωρο, αλλά θα βγεις με κέφι (ή άλλο συκώτι) από το σινεμά. Τα όρια της ποσότητας του χιούμορ ή η πιθανή αίσθηση ότι βλέπεις παρωδία τύπου Μελ Μπρουκς, είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για συζήτηση.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.