ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ (2012)
(DE ROUILLE ET D’OS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζακ Οντιάρ
- ΚΑΣΤ: Μαριόν Κοτιγιάρ, Ματίας Σχούναρτς, Αρμάν Βερντίρ, Σελίν Σαλέτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Άνευ συζύγου πατέρας, με σοβαρά προβλήματα θυμού, το ρίχνει στην πυγμαχία για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον στο γιο του, αλλά, τελικά, σωτήριος χάρη του αποδεικνύεται η σχέση του με την άνευ ποδιών, πρώην εκπαιδεύτρια φαλαινών δολοφόνων, Στεφανί.
Ο Ζακ Οντιάρ («Κοίτα τους Άντρες Όταν Πέφτουν», «Ένας Πολύ Διακριτικός Ήρωας», «Πάνω στα Χείλη Μου», «Προφήτης») φτιάχνει ένα χαρακτηριστικά δικό του, ιδιοσυγκρασιακό και μελωδικό σινεμά, που πάλλεται με λυρικούς, κι όμως τόσο πραγματικούς ρυθμούς, συνταιριάζοντας, αποδομώντας, αναδομώντας και επαναπροσδιορίζοντας τα κινηματογραφικά είδη (το μελόδραμα, το ρομαντικό και το κοινωνικό δράμα, εδώ), για να σε διαπεράσει ως το μεδούλι με ένα κοφτερό, ακατέργαστο, αμετάκλητο κομμάτι αληθινής ζωής. Συχνά ατελές, και δη βαθιά ανθρώπινο και αφοπλιστικά συγκινητικό.
Αντλώντας, αυτή τη φορά, επιλεκτικά έμπνευση από την ομότιτλη (με το γαλλικό και τον αγγλικό τίτλο του φιλμ, «Σκουριά και Κόκκαλο»), εξαιρετικά σκληρή, αλογόκριτη και αφτιασίδωτη (όσον αφορά κάθε είδους, παράνομων και μη, σώμα με σώμα αγώνων επιβίωσης) συλλογή διηγημάτων του Κρεγκ Ντέιβιντσον, ο Οντιάρ κάνει και πάλι το δικό του. Φέρνει κοντά δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ανθρώπους, αμφότερους… ακρωτηριασμένους (εκείνος συναισθηματικά, εκείνη σωματικά), για να ιχνηλατήσει και να υμνήσει, εμμέσως πλην σαφώς, το – ουκ ολίγο ρομαντικό ή ουτοπικό – δόγμα του «η ισχύς εν τη ενώσει». Βλέπει έτσι και πάλι φως στο τούνελ της ανθρώπινης ψυχής, ενώ για πρώτη, ίσως, φορά, κεντρομόλος δύναμη του κινηματογραφικού του σύμπαντος είναι μια γυναίκα – τσακισμένη, σκουριασμένη, αλλά επίμονη και σθεναρή.
Οι συντελεστές που εμπιστεύεται (πλην της οσκαρούχου και διεθνούς, πλέον, Κοτιγιάρ, ιδιαίτερης προσοχής αξίζει και ο αποκαλυπτικός Βέλγος, Σχούναρτς – όλα τα λεφτά στην υπέρ-εκτιμημένη αλλά αδύνατο να αγνοηθεί «Μοσχαροκεφαλή») τον δικαιώνουν και αυτή τη φορά, στο δημιουργικό… τανγκό του με την κάμερα, στα χέρια του Στεφάν Φοντέν, και το κελαριστό μοντάζ της Ζουλιέτ Γουελφλίνγκ, που ρέουν όλο χάρη από το μεγάλης ή μέσης απόστασης πλάνο / βλέμμα, μέχρι το extreme close-up, συνθέτοντας τις καλύτερες στιγμές του φιλμ. Όπως τότε, που εκείνος γίνεται τα πόδια της και την παίρνει στη πλάτη του, για να βγουν μαζί από τη θάλασσα, πριν την αφήσει σε μια ξαπλώστρα, οπότε η κάμερα έρχεται να ακουμπήσει στο γυμνό στήθος της, που γεμίζει σπιθαμή προς σπιθαμή την οθόνη, για να γευτούμε μαζί του τη γλυκιά, διεγερτική αλμύρα του θαλασσινού νερού και αέρα. Ή όταν η Στεφανί, στο μπαλκόνι, θυμάται τις χειρονομίες με τις οποίες «μιλούσε» στις φάλαινες και κάμερα και μοντάζ χορεύουν πέρα δώθε, έξω από τον προσωπικό της χώρο, αλλά και σε απόσταση αναπνοής από το δέρμα της, στο πρόσωπα και στα χέρια της, τώρα, που είναι καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα, και πίσω στο χρόνο, όταν οι φάλαινες πετούσαν για χάρη της…
Οι παραπάνω, όμως, μαζί με καμιά χούφτα ακόμα σκηνές, δεν είναι απλά οι καλύτερες στιγμές του φιλμ. Είναι και οι μόνες λειτουργικές και δη ικανές να συγκινήσουν και να αφήσουν λίγο πιο βαθιά ίχνη στο θυμικό σου. Γιατί, δυστυχώς, η ισχυρή, λυτρωτική θηλυκή παρουσία στον πυρήνα της ιστορίας του, δεν αποτελεί τη μόνη πρωτιά που σημειώνει εδώ ο Οντιάρ. Και η άλλη «πρώτη φορά του» δεν είναι ούτε συνειδητή, ούτε καλοδεχούμενα φρέσκια, ούτε επιτυχής. Η Στεφανί και ο Αλί, βλέπεις, βγάζουν νόημα μαζί, αλλά όσα βιώνουν και τους εξελίσσουν χωριστά, και αταίριαστα φαντάζουν (εκπορευόμενα θαρρείς από δύο διαφορετικές ταινίες) και εκτός ισορροπίας σπρώχνουν το φιλμ.
Κόντρα στη δική της, τραγική σύγκρουση με τη μοίρα (το εργασιακό ατύχημα που της στοιχίζει τα πόδια της), το δικό του εθελούσιο παιχνίδι με τον κίνδυνο ενός σοβαρού (αυτο)τραυματισμού (σε παράνομους αγώνες πάλης), μοιάζει παράλογο, εγωιστικό και ανώριμο, έτσι βιαστικά και ακροθιγώς όπως προσεγγίζεται ο εσωτερικός, αόρατος πόνος / κίνητρό του. Τόσο, που όταν, στο δεύτερο μισό του, το φιλμ τρέχει (να προλάβει) να τον βρει στα ξένα, ως μέλος, πια, επίσημης, εθνικής ομάδας πυγμαχίας, μπορεί και να πέσεις από την καρέκλα σου από την αιφνίδια, σχεδόν ακατανόητη τροπή της αφήγησης (άσε που έχει και ελάχιστη σχέση με τον θεοσκότεινο, αρρωστημένο, ασυγχώρητο κόσμο που αποκαλύπτει ο Ντέιβιντσον στο βιβλίο του).
Κάπως έτσι, για πρώτη φορά, το χαρακτηριστικό, μελωδικό σινεμά του Οντιάρ δεν έχει αρμονία. Άνισο, αβέβαιο, αποσπασματικά ειλικρινές και συχνά πυκνά, παράφωνα επιτηδευμένο, πότε σε πιάνει από τον λαιμό και σε τραβά, αμαχητί, βαθιά μέσα στο σύμπαν του και πότε σε πετά, με τυφλές γροθιές, έξω μακριά, εκτός του. Πάντα ατελές, και δη περιστασιακά ανθρώπινο και εκνευριστικά απογοητευτικό.